13 φορές που το ιταλικό ποδόσφαιρο ήταν πρωταγωνιστής
Το κάλτσιο σταμάτησε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και το Contra.gr βρήκε την ευκαιρία να θυμίσει 13 λόγους που το ξεχωρίζουμε. Από τα απίθανα 'δεκάρια' μέχρι τις πανωλεθρίες με τις δύο Κορέες.
Οι παλιάτσοι υποφέρουν. Την Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020, η Ιταλία ξεπέρασε και επισήμως την Κίνα σε θανάτους από τον κορονοϊό. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζάνι Μπρέρα είχε γράψει για την ανάγκη του ιταλικού ποδοσφαίρου να είναι αμυντικό, επικαλούμενος την παταγώδη αποτυχία της επεκτατικής πολιτικής της Ιταλίας την περίοδο του Μπενίτο Μουσολίνι. Πάντως, ο COVID-19 βρήκε τους Ιταλούς χωρίς άμυνα και η κατάθλιψη βασιλεύει, παρά τις άριες και τη μουσική που προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα στα μπαλκόνια. Ο φελινικός σουρεαλισμός και το γέλιο θα προσπαθήσουν να αντικαταστήσουν κάποτε την απώλεια. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο Φεντερίκο Φελίνι κι η σύζυγός του, Τζουλιέτα Μασίνα, που ντύνονταν κλόουν και έπαιζαν στο σπίτι τους, προσπαθώντας να ξεχάσουν τις αποβολές της δεύτερης.
Το ποδόσφαιρο λείπει από την Ιταλία ίσως περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Το χρειάζεται per mare per terram, που έλεγαν κι οι πρόγονοί τους, είναι το παλκοσένικό τους. Είναι ο θόρυβος, η γιορτή, η διαδικασία των αφιλτράριστων λόγων, που ήδη έχει δώσει τη θέση της στο θρήνο.
Οι Ιταλοί ποτέ δεν υπήρξαν προσεκτικοί στη διάδρασή τους με τον κόσμο. Γι’ αυτό κιόλας η μόδα έγινε το φόρτε τους, από εκείνη την Εβδομάδα Μόδας στο Μιλάνο, άλλωστε, άρχισε η καταστροφή. Συνήθως, δεν δίνουν δεκάρα για το τι λέει ο ξένος κόσμος και το ίδιο ισχύει στο ποδόσφαιρό τους. Το να πάρεις έναν καλό Ιταλό ποδοσφαιριστή από ομάδα της χώρας του μοιάζει με δονκιχωτισμό, ακόμα και τώρα. Οι Ιταλοί προτιμούσαν οι καλοί παίκτες τους να κάνουν βόλτες στις μεγάλες ομάδες, παρά να βγαίνουν στο εξωτερικό. Και γι’ αυτό συγχωρούσαν κάθε τέτοιο παράπτωμα. Αν εξαιρεθούν κάποιες λίγες ‘σημαίες’, οι περισσότεροι πολύ καλοί Ιταλοί ποδοσφαιριστές έχουν παίξει σε πάνω από μία μεγάλη ιταλική ομάδα.
Η ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου έχει ανέκδοτες στιγμές και μερικές γνώριμες, που απλώς αναδεικνύουν τη λατρεία για το παιχνίδι. Όπως επίσης και το ιλαροτραγικό στοιχείο που σε καμία μορφή τέχνης εξέλειψε από τη χώρα. Κάτωθι παρατίθενται μερικές από αυτές τις στιγμές.
Το προπατορικό αμάρτημα
Ο ιταλικός Τύπος ήταν εξοργισμένος όταν ο Τζιάνι Ριβέρα μπήκε στο 86′ του τελικού με τη Βραζιλία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1970. Το σκορ ήταν ήδη 3-1 και στον ομοσπονδιακό τεχνικό, Φερούτζιο Βαλκαρέτζι, δεν πήγαινε η καρδιά να βγάλει τον Σάντρο Ματσόλα για να βάλει στον τελικό το ‘χρυσό αγόρι’ της Μίλαν και του ιταλικού ποδοσφαίρου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είχε πετύχει το γκολ που έκανε το 4-3 σε ένα από τα σπουδαιότερα ματς που έγιναν ποτέ, το Ιταλία-Δυτική Γερμανία για τον ημιτελικό της ίδιας διοργάνωσης. Εκείνο το δίλημμα λογίζεται η έναρξη του ‘προπατορικού αμαρτήματος’ του ιταλικού ποδοσφαίρου, ενός ερωτήματος που δεν έχει πάρει την πλήρη απάντησή του: μπορούν οι πιο τεχνίτες και χαρισματικοί παίκτες της εθνικής ομάδας να είναι μαζί την ίδια στιγμή στην ενδεκάδα; Οι περισσότεροι προπονητές δεν το αποτόλμησαν: το ‘Τζιανκάρλο Αντονιόνι εναντίον Μπρούνο Κόντι’ του 1982 στην Ισπανία, το ‘Τζουζέπε Τζιανίνι εναντίον Ρομπέρτο Μαντσίνι (και Ρομπέρτο Μπάτζιο)’ το 1990 στην Ιταλία, το ‘Ρομπέρτο Μπάτζιο εναντίον Αλεσάντρο ντελ Πιέρο’ το 1998 στη Γαλλία, το ‘Αλεσάντρο ντελ Πιέρο εναντίον Φραντσέσκο Τότι’ το 2002 σε Ιαπωνία και Κορέα και το 2006 στη Γερμανία (κάτι που ο πολύ προοδευτικός Μαρσέλο Λίπι παροδικά έλυσε, χρησιμοποιώντας ανά περιπτώσεις αμφότερους). Αυτή η ποιότητα εξαρχής λείπει στο ιταλικό ποδόσφαιρο, αφού τέτοιοι ποδοσφαιριστές δεν υπάρχουν στην εθνική ομάδα, ώστε να δημιουργήσουν παρόμοιους ευχάριστους μπελάδες και να φέρνουν τον αναπόφευκτο θορυβώδη και ευχάριστο στην ούγια πανικό.
Ο Ελένιο Ερέρα
Τη σεζόν 1959-1960, η Μπαρτσελόνα είχε αποκτήσει τον Σάντορ Κότσιτς και τον Ζόλταν Τσίμπορ, δύο από τα μέλη της ‘Αρανιτσαπάτ’, της εθνικής Ουγγαρίας που έμεινε αήττητη για 4 χρόνια, από το 1950 έως τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1954. Μαζί τους, μάλιστα, ήταν ο επίσης Ούγγρος και από νωρίς πολιτογραφημένος Ισπανός Λάσλο Κουμπάλα, ο Λουισίτο Σουάρεθ, που 4 χρόνια αργότερα θα οδηγούσε την εθνική Ισπανίας στην κατάκτηση του Euro 1964 και θα έπαιρνε τη Χρυσή Μπάλα, και ο Βραζιλιάνος Εβαρίστο. Στους ημιτελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η Μπαρτσελόνα αντιμετώπιζε τη Ρεάλ Μαδρίτης (των 4 σερί κατακτήσεων της νεοσύστατης διοργάνωσης) και ο προπονητής της, Ελένιο Ερέρα βρισκόταν σε δυσμενή θέση.
Ο Αργεντινός ήταν ο πρόγονος όλων των προπονητών που θα γίνονταν σταρ στο μέλλον. Και ήταν επιτυχημένος, παρά την αμυντική λογική του και τις καθημερινές διαφωνίες με τον Κουμπάλα, ο οποίος ήταν ο κακομαθημένος ηγέτης της ομάδας στο γήπεδο. Η Μπαρτσελόνα είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1959 και όδευε προς το να το ξανακάνει, με τη Ρεάλ να προβάλει σθεναρή αντίσταση. Θα κρινόταν, πάντως, από τους ημιτελικούς. Με τους ‘μερένγκες’ να έχουν νικήσει 3-1 στο 1ο ματς, η Μπαρτσελόνα στις 27 Απριλίου 1960 ήθελε νίκη με τουλάχιστον 2 γκολ διαφορά για να βρίσκεται μέσα στην πρόκριση. Αντιθέτως, δύο τέρματα του Φέρεντς Πούσκας και ένα του Πάκο Χέντο έφεραν το παιχνίδι στο 0-3 μέσα στο ‘Καμπ Νόου’, πριν μειώσει ο Κότσιτς. Οι οπαδοί των ‘μπλαουγκράνα’ εξοργίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, που κυνήγησαν τον Ερέρα για να τον προπηλακίσουν. Ο Αργεντινός φυγαδεύτηκε από μυστική έξοδο και έφυγε από τη Βαρκελώνη. Το 1960, ενώ ήταν προπονητής της εθνικής Ισπανίας, προσελήφθη στην Ίντερ.
Ο Ερέρα αδιαφορούσε γι’ αυτό που έλεγε ο κόσμος. Οι ‘νερατζούρι’ του έπαιζαν με 5 παίκτες πίσω, ένας εκ των οποίων λίμπερο, ο Αρμάντο Πίκι, και 4 στα ατομικά μαρκαρίσματα. Οι παίκτες ήταν ενωμένοι σαν κρίκοι αλυσίδας, η λεγόμενη ‘catena’ στα λατινικά, ως εκ τούτου αυτός ο τρόπος παιχνιδιού ονομάστηκε catenaccio. Ο Ερέρα είχε αντίρρηση για το πώς αντιγράφηκε ο τρόπος παιχνιδιού του και υπενθύμισε ότι τα δύο φουλ μπακ του, ο Ταρσίτσιο Μπούρνιτς και ο Τζιατσίντο Φακέτι, ήταν επιθετικοί παίκτες. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν από τους πρώτους αμυντικούς στην ιστορία που σκόραρε τόσο συχνά, αλλά η αλήθεια είναι ότι το κατενάτσιο έγινε το σήμα-κατατεθέν του ιταλικού ποδοσφαίρου, συχνά με κωμικό τρόπο, αλλά πάντως οι Ιταλοί αμυντικοί θεωρήθηκαν και, κυρίως, ήταν οι καλύτεροι στον κόσμο για πολλές πολλές δεκαετίες. Η Ίντερ του, δε, πήρε δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, το 1964 με το 1-0 επί της Μπενφίκα και το 1965 με το 3-1 επί της Ρεάλ, κάτι που επανέλαβε μόνο όταν ανέλαβε ο πιο άξιος επίγονός του, ο Ζοζέ Μουρίνιο.
Το calciopoli
Δύο δημοσιογράφοι έγραψαν ένα βιβλίο για τα έργα και τις ημέρες του Λουτσιάνο Μότζι, του ανθρώπου που κάποτε επέβαλε την κλήση του Φάμπιο Καναβάρο στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα το 1997, απλώς λέγοντας “καλέστε τον Καναβάρο” σε τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Μότζι ήταν τόσο κυριαρχικός στο παρασκήνιο του ιταλικού ποδοσφαίρου, που οι δύο συγγραφείς του βιβλίου δεν υπέγραψαν με τα ονόματά τους, αλλά ο ένας υπέγραψε ως ‘έξω αριστερά’ και ο άλλος ως ‘μέσα δεξιά’. Ο εκδοτικός οίκος που έβγαλε το βιβλίο, έκλεισε την επόμενη μέρα. Ο Μότζι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το calciopoli, του οποίου η ετυμηγορία έσκασε λίγες μέρες μετά την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Η Γιουβέντους υποβιβάστηκε και της αφαιρέθηκε ο τίτλος της σεζόν 2004-2005, η Μίλαν τιμωρήθηκε με 30 βαθμούς για τη σεζόν 2006-2007, ενώ υπήρξαν τιμωρίες για Λάτσιο, Φιορεντίνα και Ρετζίνα, μεταξύ άλλων. Ο Μότζι είπε “αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα γίνω εγώ ο ρουφιάνος, θα τους καταδώσω όλους”, αλλά δεν έκανε πράξη την απειλή του.
Η silenzia stampa
Οι Ιταλοί πέρασαν στο 2ο γύρο του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1982 με 3 ισοπαλίες κι ο Τύπος οργίαζε για τα λάθη του Έντσο Μπέαρτζοτ και το ότι η ‘Ατζούρα’ δεν πήγαινε πουθενά. Μαζί, επικριτικός ήταν και προς τον Πάολο Ρόσι, η τιμωρία του οποίου για το σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών είχε συρρικνωθεί, ώστε να δώσει το ‘παρών’ στη διοργάνωση. Ο ομοσπονδιακός προπονητής εγκαθίδρυσε τη silenzia stampa, δηλαδή τη σιωπή προς τον Τύπο, κάτι που σήμαινε ότι απαγορεύονταν για όλους οι δηλώσεις πλην του 40χρονου Ντίνο Τζοφ, που ήταν πιο λακωνικός και από… Σπαρτιάτη στρατηγό. Η Ιταλία νίκησε 2-1 την Αργεντινή, 3-2 τη Βραζιλία, 2-0 την Πολωνία και 3-1 τη Δυτική Γερμανία για να πάρει το Παγκόσμιο Κύπελλο και ο Ρόσι, που δεν είχε σκοράρει στην 1η φάση ομίλων, πέτυχε 6 από τα 10 γκολ, μεταξύ αυτών και το χατ τρικ επί της ‘σελεσάο’.
Ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο
Για τον σπουδαίο Ιταλό ποδοσφαιριστή, που ταυτίστηκε με τη Γιουβέντους, το ποδόσφαιρο ήταν γραφτό να τον βρει ‘δεκάρι’, μια θέση που οι Ιταλοί λατρεύουν, παθιάζονται και με την οποία έχουν την ολοκληρωτική σχέση που έχουν ζευγάρια με πλεόνασμα ηλεκτρισμού μεταξύ τους. Ο Μαρτσέλο Λίπι, νωρίς νωρίς, διείδε τις προοπτικές, ούτως ειπείν την έφεσή του στο σκοράρισμα. Ταυτοχρόνως, στη Μαδρίτη, το αντίπαλο δέος του, που επίσης ξεκίνησε ως ‘δεκάρι’, με το όνομα Ραούλ Γκονθάλες Μπλάνκο, ακολουθούσε την ίδια πορεία. Οι προπονητές τους πήγαν λίγο πιο διαγώνια και μπροστά και με αυτόν τον τρόπο ‘γεννήθηκε’ το εννιαμισάρι. Μία θέση που έπαιξε και ο Μπάτζιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1994, παρότι δεν ήταν κλασικό ’10’, αν και όχι με τη σαφήνεια που το έκανε ο ‘Πιντουρίκιο’ των 290 γκολ σε 705 παιχνίδια με τη ‘Σινιόρα’, αλλά και των 27 σε 91 με την εθνική Ιταλίας.
Οι Τρεις Τενόροι
Ο Πλάθιντο Ντομίνγκο έχει πολλούς μπελάδες τώρα τελευταία με τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση, αλλά πιθανότατα βρίσκει πάντα χρόνο για να θυμάται την πρώτη φορά που συναντήθηκε με τον αείμνηστο Λουτσιάνο Παβαρότι και τον Χοσέ Καρέρας για κοντσέρτο: ήταν στα Λουτρά του Καρακάλας στη Ρώμη, στις 7 Ιουλίου 1990. Το κοντσέρτο δόθηκε με αφορμή τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Αργεντινής και ο κόσμος εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα απήλαυσε το ‘Nessun Dorma’, την αξέχαστη ερμηνεία του Παβαρότι. Αυτή η ρομάντζα του Τζάκομο Πουτσίνι για το ‘Τουραντότ’ είναι, άλλωστε, το σύμβολο των ημερών για τη χώρα, τραγουδισμένη από κάθε λογής βαρύτονο στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Είναι το βρεγμένο χαρτί που κρατά κλειστή την πληγή η οποία δημιουργήθηκε στο κορμί της φράσης “η ζωή συνεχίζεται”.
Οι πανηγυρισμοί
Του Μάρκο Ταρντέλι για το 2-0 επί της Δυτικής Γερμανίας (η ‘Ατζούρα’ νίκησε 3-1) στον τελικό του ‘Σαντιάγκο Μπερναμπέου’, στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1982 και του Φάμπιο Γκρόσο για το 1-0 επί της Γερμανίας στον ημιτελικό της ίδιας διοργάνωσης το 2006, πριν ο Ντελ Πιέρο βάλει το τελεσίγραφο. Ο Ταρντέλι έχει πει ότι “τα αγαπάω τα παιδιά μου, αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή”.
Το Campionato
Τη σεζόν 1984-1985, το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν μακράν το καλύτερο του κόσμου. Στη Γιουβέντους έπαιζε ο Μισέλ Πλατινί, στη Ρόμα ο Φαλκάο, στη Νάπολι ο Ντιέγκο Μαραντόνα, στην Ουντινέζε ο Ζίκο, στην Ίντερ ο Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε, στη Σαμπντόρια ο Ρομπέρτο Μαντσίνι και ο Γκρέιαμ Σούνες, στην Τορίνο ο Ζούνιορ, στη Φιορεντίνα ο Σόκρατες. Ο Πρέμπερ Έλκιερ στην πρωταθλήτρια Βερόνα. Όλη τη δεκαετία του ’80, με αποκορύφωμα το τέλος της και τη Μίλαν των Ολλανδών, Μάρκο φαν Μπάστεν, Ρούουντ Γκούλιτ και Φρανκ Ράικααρντ, το ιταλικό πρωτάθλημα υπήρξε καλυμμένο από αστερόσκονη.
Η μεταγραφή του Μπάτζιο από Φιορεντίνα σε Γιουβέντους
Μια ολόκληρη πόλη στο πόδι το καλοκαίρι του 1990, διαμαρτυρόμενη για την ανικανότητα της διοίκησης να κρατήσει εκείνον που αργότερα θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός ως ‘μικρός Βούδας’. Ο Μπάτζιο είχε πάει στους ‘βιόλα’ το 1985, αλλά το μίσος με τη Γιουβέντους ήδη υπήρχε, από την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος του 1982, όταν η Φιορεντίνα έχασε τον τίτλο (κατέληξε στους ‘μπιανκονέρι’) με το 0-0 στη Σαρδηνία με την Κάλιαρι, ένα ματς που διαιτητικά κατατρύχει τους ‘gigliati’. Η Φιορεντίνα ηττήθηκε 1-3 στον 1ο τελικό του Κυπέλλου UEFA 1990 από τη Γιουβέντους και το 0-0 της ρεβάνς χάρισε το τρόπαιο στους ‘μπιανκονέρι’. Αλλά πιο εξοργιστικό για τη Φλωρεντία ήταν όταν έβαλαν το χέρι για να πάρουν τον Μπάτζιο. Η συμφωνία έγινε με τωρινά λεφτά στα 10 εκατομμύρια ευρώ και οι δρόμοι έκλεισαν. Στο πρώτο ματς της ‘θεϊκής κοτσίδας’ με τη Φιορεντίνα, η Γιουβέντους κέρδισε πέναλτι και ο Μπάτζιο αρνήθηκε να το εκτελέσει. Μετά το ματς δήλωσε ότι ο τερματοφύλακας των ‘βιόλα’, Τζιανματέο Μαρετζίνι, ήξερε τις συνήθειές του, αλλά για τους οπαδούς της ήταν μία “συγγνώμη”, που μαζί με τη δήλωσή του ότι δεν ήθελε να γίνει αυτή η μεταγραφή, έγινε δεκτή. Δέκα χρόνια μετά, υπέφεραν από τον ίδιο πόνο απώλειας, όταν ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα έφυγε για να πάει στη Ρόμα.
Ο πηγεμός του Μαραντόνα στη Νάπολι
Δεν έχει υπάρξει ξένος που να λατρεύτηκε περισσότερο από ομάδα. Το ελικόπτερο που τον άφησε στη μέση του γεμάτου ‘Σαν Πάολο’. Οι κραυγές διαμαρτυρίας του για τον υποτιμημένο και δεχόμενο ρατσιστική συμπεριφορά Νότο. Το “δεν ξέρετε τι χάσατε”, που έγραψαν οι Ναπολιτάνοι έξω από νεκροταφείο της πόλης, τη μέρα που η Νάπολι κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1987. Το χαμένο πρωτάθλημα του 1989 κατ’ εντολή της καμόρα. Το “δεν θέλουμε νερό, έχουμε τον Μαραντόνα” πανό που οι Ναπολιτάνοι έδειξαν στο εντός έδρας ματς με τη Μίλαν το 1987, μετά το “άπλυτοι Ναπολιτάνοι έχετε νερό”, που είχαν ανεβάσει οι οπαδοί των ‘ροσονέρι’ στο παιχνίδι του 1ου γύρου. Τα παιδιά που αφειδώς βαφτίζονταν Ντιέγκο. Και βέβαια, ο διπλωματικός πόλεμός του παραμονές του ημιτελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1990 με την Ιταλία στο ‘Σαν Πάολο’, όταν θύμισε στους νότιους την αντιμετώπιση του ιταλικού Βορρά, έβαλε τον αδελφό του να πλακωθεί με δημοσιογράφους, κι έκανε τους φιλάθλους που βρέθηκαν εκεί τουλάχιστον να ψυχρανθούν και να μην αποδοκιμάσουν την Αργεντινή στο δικό της εθνικό ύμνο. Μαζί με την τελευταία εικόνα του, να μπαίνει σε αυτοκίνητο της Αστυνομίας έπειτα από τη σύλληψή του για ναρκωτικά. Ο Μαραντόνα ήταν ένα πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό φαινόμενο κι οι ‘παρτενοπέι’ ακόμα τον λατρεύουν σαν τη ζωή τους.
Οι γκάφες, αλλιώς δεν θα ήταν οι Ιταλοί της μεμψιμοιρίας και της διαμαρτυρίας
Η ήττα από τη Βόρεια Κορέα με 0-1, που σήμανε τον αποκλεισμό από το Παγκόσμιο Κύπελλο 1966 και τα αυγά στο αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο. O αποκλεισμός στους ομίλους της ίδιας διοργάνωσης με το ίδιο σκορ από την ήδη προκριθείσα Πολωνία το 1974, με την περίεργη ιστορία του τηλεφωνήματος στο ξενοδοχείο της Ιταλίας παραμονές του ματς, όταν παραγγέλθηκε να παίξουν ο Φάμπιο Καπέλο και ο Τζόρτζιο Κινάλια. Οι Ιταλοί έποντο 0-2 στο σκορ και ο Καπέλο σκόραρε, αλλά ήθελαν ένα γκολ που δεν ήρθε ποτέ. Μετά τη λήξη, ένα νέο τηλεφώνημα ήταν το ίδιο λιτό: “Έπρεπε να παίξει και ο Κινάλια”.
Η ήττα από την Αργεντινή στο ‘Σαν Πάολο’, ένα γήπεδο που μόνο γούρι έφερνε στην ‘Ατζούρα’ ως τότε, στον ημιτελικό του 1990, το χαμένο πέναλτι του Μπάτζιο στον τελικό του 1994 με τη Βραζιλία, το χαμένο πέναλτι του Πιερλουίτζι Καζιράγκι στο 3ο ματς του Euro 1996 με τη Γερμανία και ο αποκλεισμός, αφού ήθελε μόνο νίκη για να προκριθεί. Το ‘χρυσό γκολ’ του Νταβίντ Τρεζεγκέ στον τελικό του Euro 2000. Η ήττα στο νοκ άουτ ματς με τη Νότιο Κορέα για τη φάση των 16 του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2002, όταν ο Τζιοβάνι Τραπατόνι, αφού τήρησε το έθιμο με τον αγιασμό από το μπουκαλάκι, χτυπούσε με οργή και μανία το τζάμι στο κουβούκλιο του 4ου διαιτητή, ύστερα από τη ‘σφαγή’ του Μπάιρον Μορένο, για να πάρει για απάντηση την παγκοσμίως αναγνωρίσιμη ως “δεν μπορώ να κάνω τίποτα” απάντηση. Η μετατροπή του γέλιου σε κλάμα του Αντόνιο Κασάνο, που πέτυχε το γκολ της νίκης επί της Βουλγαρίας, έπειτα από το μαντάτο του 2-2 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας, που την άφησε εκτός νοκ άουτ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 2004. Το 2-3 από τη Σλοβακία, που την απέκλεισε πριν από τους ’16’ του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2010, οι ήττες από την Κόστα Ρίκα και την Ουρουγουάη (με την περίφημη δαγκωνιά του Λουίς Σουάρες στον Τζόρτζιο Κιελίνι), που την πέταξαν εκτός νοκ άουτ το 2014 και ο αποκλεισμός στα μπαράζ του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2018 από τη Σουηδία. Δεν είναι και λίγα…
Οι σπουδαίοι αμυντικοί
Από τον Τσέζαρε Μαλντίνι στον Φακέτι, τον Πίκι και τον Μπούρνιτς και από τον Γκαετάνο Σίρεα και τον Κλαούντιο Τζεντίλε στον Γκαμπριέλε Οριάλι και τον Αντόνιο Καμπρίνι. Από τους μυθικούς στυλοβάτες της Μίλαν, τον Φράνκο Μπαρέζι και τον Πάολο Μαλντίνι, στον Τραπατόνι, τον Μάουρο Τασότι και τον Αλεσάντρο Κοστακούρτα. Από τον Αλεσάντρο Νέστα και τον Καναβάρο στον Κελίνι και τον Λεάντρο Μπονούτσι.
Η τραγωδία της ‘Γκρανάτα’
Το πρώτο γνωστό αεροπορικό δυστύχημα ποδοσφαιρικής ομάδας, που ξεκλήρισε την Τορίνο στις 4 Μαΐου 1949, όταν ένα Fiat G.212 της Avio Linee Italiane συγκρούστηκε με τον τοίχο στη Βασιλική της Σουπέργκα, έξω από το Τορίνο. Δεν έζησε κάποιος από τους 31 επιβαίνοντες και ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο Βαλεντίνο Ματσόλα, πατέρας του Σάντρο. Εκείνη η ομάδα είχε κατακτήσει 4 συνεχόμενα πρωταθλήματα και ήταν η αγαπημένη της πόλης, αλλά ο μύθος της δεν απέκτησε ποτέ παγκόσμια εμβέλεια.