Ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένος
Κυριάρχησε την εποχή που το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν το κορυφαίο και εκείνος, ως δεινός σκόρερ, στόχος των πάντων. Όπως αποκάλυψε ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του "έδωσα στο ποδόσφαιρο περισσότερα από αυτά που είχα".
Θεωρείται ένας από τους πιο γρήγορους, δυνατούς, ‘διορατικούς’ (σε ό,τι αφορά το γκολ) παίκτες της ιστορίας. Εκ των πιο ολοκληρωμένων, παραγωγικών, καταρτισμένων τεχνικά και ‘τρομαχτικούς’ επιθετικούς, της γενιάς του. Σκόραρε με το δεξί πόδι, με το αριστερό, με κεφαλιά, από τα 10 μέτρα, από τα 30. Από όπου ήθελε και όπως ήθελε. “Mε τα μακριά, μέχρι τους ώμους, ξανθά μαλλιά του και τα γεμάτα ζωή μάτια, έδειχνε ως πιθανός πρωταγωνιστής στο Jesus Christ Superstar. Είχε όμως, ένστικτα ψυχρού δολοφόνου”, είχε γράψει το περιοδικό Time, το 2002.
Aπόλαυσε το βίντεο που ακολουθεί και συνεχίζουμε.
Είχε εξαιρετική αίσθηση του χώρου και του πού πρέπει να τοποθετηθεί, για να γίνει πιο αποτελεσματικός. Επίσης, προέβλεπε το πώς θα κινηθούν οι αμυντικοί. Είχε ‘δυνατή’ εκτέλεση φάουλ, καλή κεφαλιά και κατά τον Ντιέγκο Μαραντόνα “ήταν ο καλύτερος επιθετικός που ‘χω δει να παίζει ποτέ αυτό το παιχνίδι”. Είχε και χαρακτηριστικό τρόπο να πανηγυρίζει τα γκολ. Υπάρχει και σε άγαλμα, δίπλα σε αυτά των Μαραντόνα και Μέσι στη Ρεκολέτα του Μπουένος Άιρες. Πριν λίγες ημέρες πόσταρε, στο λογαριασμό του στο Instagram. “Aς νικήσουμε τον Covid-19. Θα κερδίσουμε αυτήν τη μάχη ενωμένοι, όλοι μαζί σεβαστείτε τους κανόνες, ακολουθείστε τις οδηγίες των επιστημόνων και των γιατρών και θα επικρατήσουμε”.
Πριν λίγες ώρες έστειλε ευχές και κουράγια στην Ιταλία, για την τεράστια δοκιμασία που περνά λόγω κορονοϊού, με την οποία έχει μια κάποια -πολύ- ιδιαίτερη σχέση. Αυτό και η ‘παραγγελιά’ του αναγνώστη Κ. είναι ο λόγος που θα διαβάσεις το κείμενο που ακολουθεί.
O πατέρας του, Ομάρ δούλευε σε σφαγείο, στην Ρεκονκουίστα -μέρος που βρίσκεται στο Σάντα Φε της Αργεντινής. Η μητέρα του, Γκλόρια εργαζόταν στη γραμματειακή υποστήριξη σχολείου. Το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο του παιδί, την 1η ημέρα του Φλεβάρη, το 1969. Το ονόμασε Γκαμπριέλ Ομάρ. Ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, η Ελίζα, η Αλεχάντρα και η Γκαμπριέλα. Ο πατέρας του μπαμπά του, Μελχιόρ ήταν η κολόνα της φαμίλιας, η κεφαλή. Έγινε αυτός που ανέλαβε να κάνει άνδρα τον Γκαμπριέλ (έτσι ειπώθηκε, έτσι στο μεταφέρω). Δηλαδή, να του μάθει να κυνηγάει, να ψαρεύει, να μπορεί να ζήσει την μελλοντική του οικογένεια. Ο Ομάρ ήταν αυτός που του δίδαξε (με τη συμπεριφορά του, τον τρόπο που έφερε ο ίδιος τον εαυτό του) τη σημασία της σκληρής δουλειάς. Η Γκλόρια είχε αναλάβει το παιχνίδι. Μαζί εξερεύνησαν διάφορες ασχολίες που έγιναν χόμπι του μικρού. Όπως τα ακροβατικά. Ο μικρός ήταν άριστος μαθητής. Ήθελε να γίνει γιατρός. Περνούσε άπειρες ώρες στο εργαστήριο του σχολείου. Στα διαλείμματα έπαιζε με τους φίλους του. Όχι ποδόσφαιρο. Μπάσκετ -είχε πάρει μπόι. Το μπάσκετ έγινε ο λόγος που ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει και άλλα αθλήματα.
Το πραξικόπημα και το Παγκόσμιο Κύπελλο
Όταν ήταν 7 έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αργεντινή. Ήταν μια από τις πιο σκληρές στρατιωτικές δικτατορίες που έζησε ποτέ η Νότιος Αμερική. Ανετράπη η Ιζαμπέλα Περόν (24/3/1976) και δυο μέρες μετά έγινε πρόεδρος της χώρας ο στρατηγός του Στρατού της Αργεντινής, Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Για την πενταετία που ακολούθησε δολοφονήθηκαν εκατοντάδες αντιφρονούντες, απήχθησαν νεογέννητα και εξαφανίστηκαν χιλιάδες εργάτες και φοιτητές. Το καθεστώς ανετράπη το 1983, όταν επήλθε η οικονομική χρεοκοπία της χώρας, ενώ απέτυχε η προσπάθεια να καταλάβει τα -υπό βρετανική διοίκηση- Νησιά Φόκλαντς. Ο Βιδέλα καταδικάστηκε για δολοφονίες, απαγωγές, βασανιστήρια (κλπ). Το 1990, με νόμο, ο πρόεδρος Κάρλος Μενέμ του έδωσε χάρη. Η εν λόγω νομοθεσία κρίθηκε αντισυνταγματική, το 2006.
Το 1978, όταν ο Μπατιστούτα ήταν 9, η δικτατορία Βιδέλα ανέλαβε τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου -προφανώς για προπαγάνδα. Ο Πάουλ Μπράιτνερ (πρωταθλητής κόσμου με τη Δυτική Γερμανία, το 1974) δεν πήγε από άποψη και ο Γιόχαν Κρόιφ “γιατί είχα δεχθεί επίθεση από αγνώστους, στο σπίτι μου, λίγο πριν το World Cup και αποφάσισα να μείνω στη Βαρκελώνη, κοντά στην οικογένεια μου”. Ο 9χρονος Γκαμπριέλ είδε τους παίκτες της -ταλαιπωρημένης- χώρας του να φτάνουν έως την κατάκτηση του τροπαίου (3-1 επί της Ολλανδίας, στην παράταση).
Ας ανοίξω άλλη μια παρένθεση: για να προκριθεί η ‘αλπισελέστε’ στον τελικό, έπρεπε να νικήσει το Περού με διαφορά 4 τερμάτων. Ο Δικτάτορας επισκέφτηκε τα αποδυτήρια των αντιπάλων, πριν τη σέντρα. Επισήμως, για να χαιρετήσει την ομάδα. Χρόνια μετά προέκυψαν καταθέσεις Περουβιανών ποδοσφαιριστών, κατά τις οποίες υπήρξαν συμπαίκτες τους που συμπεριφέρθηκαν περίεργα στο ματς. Στο στόχαστρο τέθηκε ο γκολκίπερ Ραμόν Κιρόγα, Αργεντινός με περουβιανή υπηκοότητα. Το ματς έληξε 6-0.
Πίσω στον Μπατιστούτα, η νίκη -σε δύσκολους καιρούς- τον έκαναν να ενδιαφερθεί να δοκιμάσει και αυτό το σπορ. Σκέψου πως ενόσω έκανε τα πρώτα του βήματα, η χώρα έζησε τα πάντα. Έως και πτώχευση. Αφότου είχε μάθει να ζει με αρκετά, έμαθε να ζει και με τα άκρως απαραίτητα. ‘Γράφτηκε’ στην Grupo Alegria, όπου ήταν και οι φίλοι του, πριν πάει στην Πλατένσε. Όταν ήταν 15 χρόνων, προσκλήθηκε στο ‘Quinceañera’ της Ιρίνα. Η κυριολεκτική ερμηνεία του όρου αφορά τον εορτασμό των 15ων γενεθλίων των κοριτσιών. Σύμφωνα με την κουλτούρα των χωρών της Βορείου Αμερικής, τότε ένα κορίτσι παύει να είναι παιδί και γίνεται γυναίκα. Η Ιρίνα “ήταν η προσωποποίηση της ομορφιάς” όπως μπορείς να διαβάσεις στο site του Μπατιστούτα. Εκεί σημειώνεται επίσης, πως ο πρωταγωνιστής μας δεν ήταν τότε ο ο εντυπωσιακός τύπος που γνώρισε ο πλανήτης, στα γήπεδα του ποδοσφαίρου. Ήταν ένα μαζεμένο παιδί. Που είχε όμως, προσωπικότητα και αποφασιστικότητα. Στην πρώτη προσέγγιση, η Ιρίνα τον απέρριψε. Εκείνος αντεπιτέθηκε στο (βάσει προγράμματος της fiesta) πεντάλεπτο που πρόσφερε η εορτάζουσα σε κάθε αγόρι-προσκεκλημένο της για χορό. Πέρασαν οκτώ μήνες, μέχρι να της κλέψει το πρώτο φιλί. Για να κάνω μια μεγάλη ιστορία, μικρή, παντρεύτηκαν στις 28/12 του 1990.
Ο Μπιέλσα του άλλαξε τη ζωή
Αγωνιστικά, σε έχω αφήσει στην Πλατένσε. Από εκεί τον κάλεσαν στην Ρεκονκουίστα, που πήρε το πρωτάθλημα της περιφέρειας -με νίκη επί των Newell’s Old Boys. Ο Γκάμπριελ σκόραρε δυο γκολ, μπήκε στο μάτι του προπονητή Μαρσέλο Μπιέλσα (μετέπειτα ομοσπονδιακός προπονητής της χώρας) και μετά στο ρόστερ των Newell’s (1988), με επαγγελματικό συμβόλαιο. Αυτό σήμαινε πως άφηνε την οικογένεια του και την Ιρίνα, πίσω. Συν την απομόνωση (κοιμόταν σε δωμάτιο του γηπέδου -δεν είχε καν σπίτι), πήρε κιλά και χρειάστηκε χρόνο για να βρει τις ευκαιρίες του. “Με βοήθησε πολύ ο προπονητής μου. Ήταν αυτός που μου έμαθε να προπονούμαι υπό βροχή, Μου έμαθε ό,τι ξέρω. Με άλλαξε ως παίκτη, με ενθάρρυνε και μου έστρωσε το δρόμο για να γίνω ό,τι έγινα”.
Στο ντεμπούτο του μπήκε ως αλλαγή, έπαιξε για 30′ και η ομάδα του έχασε. Τρεις μέρες μετά, ο βασικός επιθετικός της Newell’s, Iβάν Γκάμπριχ δεν μπορούσε να παίξει, λόγω τραυματισμού και ο ‘Μπάτι’ κάλυψε το κενό στον ημιτελικό του Copa Libertadores, με τη Σαν Λορένζο. Δεν σκόραρε. Ήταν το μόνο που δεν έκανε, αν κρίνεις από την αποθέωση που γνώρισε από τις εφημερίδες. Η Newell’s τον έδωσε ως δανεικό στην Deportivo Italiano, ομάδα που μετείχε στο Carnevale Cup της Ιταλίας (1989, με Μίλαν, Τορίνο και ΤΣΣΚΑ Σόφιας). Στην πρώτη του επαφή με αυτήν τη χώρα, αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ του τουρνουά. Τότε έζησε και την πρώτη του εμπειρία από SerieA, καθώς στο ρεπό του event τα παιδιά πήγαν να δουν το Φιορεντίνα-Ρόμα. Λάτρεψε τα πάντα.
Η Ρίβερ Πλέιτ δέχθηκε να δοκιμάσει αυτό το παιδί, όταν γύρισε στη χώρα του. Αρχικά φάνηκε να έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ζωής του, ώσπου τσακώθηκε με τον προπονητή Ντάνιελ Πασαρέλα και έχασε τη θέση του στην 11αδα. Τότε ήταν που τον προσέγγισε η Μπόκα Τζούνιορς και τον πήρε. Στα πρώτα παιχνίδια δεν έπαιζε ως επιθετικός. Έδειχνε να ‘χει μπερδευτεί, να μην μπορεί να αποδώσει. Όταν άλλαξε ο προπονητής (Γενάρη 1991) και πήγε ο Όσκαρ Ταμπάρεζ, μπήκε ξανά στο κέντρο της επίθεσης και τελείωσε τη σεζόν ως ο κορυφαίος σκόρερ. Παρεμπιπτόντως, ήταν και πρωταθλητής.
Το καλοκαίρι (1991) αντάμωσε ξανά με τον Μπιέλσα, στην εθνική, στο Copa America, της Χιλής. Τελείωσε και αυτό το τουρνουά ως ο πρώτος σκόρερ -και πρωταθλητής, σε ομάδα που ‘χε στο κέντρο τον Ντιέγκο Σιμεόνε. Ήταν η πρώτη διοργάνωση μετά την ήττα της Αργεντινής, στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 (από τη Γερμανία), όταν ο Μαραντόνα ανακοίνωσε πως αυτό θα ήταν το τελευταίο World Cup της καριέρας του. Επιπροσθέτως, είχε παραιτηθεί ο κόουτς Κάρλος Μπιλάρντο και έτσι προέκυψε ο Μπιέλσα, για το πέρασμα στην επόμενη εποχή -από τη ‘χρυσή’ του ποδοσφαίρου της χώρας. O Mπατιστούτα έπαιξε με τον Μαραντόνα από το 1991 έως το 1994 και μαζί ‘έφτιαξαν’ τη νέα ελπίδα του έθνους. Aκόμα δεν είχε γίνει ο Batigol. Ή ο ‘Αρχάγγελος Γαβριήλ’. Αυτό θα γινόταν στην Ιταλία. Έως τότε ήταν ο Lion King.
Το ταξίδι αστραπή του Τσέκι Γκόρι
Ενόσω ήταν με την ‘αλμπισελέστε’ στη Χιλή, για το 1991 Copa America, ο αντιπρόεδρος της Φιορεντίνα, Βιτόριο Τσέκι Γκόρι είδε τον ‘ψηλό, μυώδη παίκτη με το παρουσιαστικό Βαρβάρου και τρομοκρατεί τις αντίπαλες εστίες, να αρπάζει τις ευκαιρίες και να είναι αποτελεσματικός. Η 22χρονη ‘μπουλτόζα’ είχε σκοράρει με τη Βενεζουέλα, τη Χιλή, την Παραγουάη, τη Βραζιλία και την Κολομβία, καθ’ οδόν για τον τίτλο. Ο Τσέκι Γκόρι δεν έχασε χρόνο και άρχισε τη διαδικασία για να πάρει τον Μπατιστούτα στην πόλη. Εξασφάλισε την υπογραφή του και επέστρεψε, αυθημερόν στην Τοσκάνη’. Εκεί θα πήγαινε και ο παίκτης λίγο καιρό μετά, αυτήν τη φορά με την Ιρίνα. Ένα χρόνο μετά απέκτησαν τον πρώτο τους γιο. Το 1997 γεννήθηκε ο δεύτερος, το 1999 ο τρίτος και το 200 ο τέταρτος.
Όταν μετακόμισε στην Τοσκάνη ο Μπατιστούτα, η Viola ουσιαστικά δεν ‘υπήρχε’. Στη σεζόν που ακολούθησε, εκείνος έβαλε 13 γκολ. Έγινε ακόμα καλύτερος την επόμενη (έβαλε 16 γκολ), αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να ‘κρατήσει’ την ομάδα στη Serie A. Μολονότι τον ζήτησαν κάποια από τα κορυφαία clubs της Ευρώπης, εκείνος έμεινε στη Φλωρεντία, για να γίνει εκ των κορυφαίων σκόρερ όλων των εποχών στην Ιταλία (184 γκολ, σε 318 ματς, δηλαδή 1.7 ανά αγώνα). Με τη Φιορεντίνα μέτρησε 207 σε 322 ματς. Με την ‘αλμπισελέστε’ 54 σε 74 συμμετοχές. Ήταν ο πρώτος σκόρερ, όλων των εποχών, έως τις 21/6 του 2016 που του πήρε την κορυφή ο Λιονέλ Μέσι.
Αφότου αποσύρθηκε, τον ρώτησαν αν είχε μετανιώσει που δεν είχε φύγει για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπου τον ‘εκλιπαρούσε’ να πάει ο Sir Άλεξ Φέργκιουσον. Είχε απαντήσει “θα προτιμούσα να πάρω έναν τίτλο με ομάδα όπως η Φιορεντίνα, από δέκα με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ”.
Στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία, υπό τις οδηγίες του Κλαούντιο Ρανιέρι και με το λαό να δονεί το γήπεδο, φωνάζοντας το νέο του παρατσούκλι (Batigol), ο ήρωας της πόλης έδειξε το δρόμο της επιστροφής στην ελίτ των πρωταθλημάτων, για να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ το 1995 (26 γκολ), κάνοντας δική του μια πρωτιά που κρατούσε ο Έζιο Πασκούτι, για 32 χρόνια -αυτή που ήθελε έναν παίκτη να σκοράρει σε κάθε ματς των 11 πρώτων αγωνιστικών. Αυτή ήταν η σεζόν που ανακοίνωσε στον κόσμο πως είναι ο πιο αδίστακτος επιθετικός της Ιταλίας.
Το 1995-96, μαζί με τους Ρουί Κόστα και Μπαϊάνο ‘κράτησαν’ τη Viola αήττητη για 15 ματς, πριν τερματίσει στην τέταρτη θέση. Είχε κατακτήσει το κύπελλο και το Supercoppa, επί της Μίλαν -των Κοστακούρτα, Μπαρέζι, Μαλντίνι, Ντεσαγί. Το 1997 η Φιορεντίνα έφτασε έως τα ημιτελικά του UEFA Cup Winners (αποκλείστηκε εκεί από την Μπαρτσελόνα), αλλά ήταν 9η στην Ιταλία. Το 1998 ο Μπατιστούτα είχε βάλει 24 γκολ, σε όλες τις διοργανώσεις. Είχε τρεις σερί σεζόν με τουλάχιστον 20 γκολ, στις εποχές που η ιταλική λίγκα ήταν η πιο ‘δυνατή’. Είχε νικήσει και τις άμυνες των κορυφαίων ευρωπαϊκών ομάδων”. H φάση που ακολουθεί ανήκει στα καλύτερα που έκανε ποτέ. Έκανε κάτι ανάλογο ένα μήνα μετά, εναντίον της Γιουνάιτεντ.
Το πρωτάθλημα όμως, δεν μπορούσε να το κατακτήσει. Σκέφτηκε να πάει αλλού, για να το κάνει δικό του, ώσπου η Φιορεντίνα προσέλαβε τον Τζιοβάνι Τραπατόνι, ο οποίος υποσχέθηκε το Scudetto. Μετά την εξαιρετική εκκίνηση της σεζόν, ο Μπατιστούτα τραυματίστηκε και έμεινε εκτός για ένα μήνα. Σε αυτό το διάστημα, η ομάδα του ‘έχασε’ τον προσανατολισμό της. Τερμάτισε 3η. Είχε κερδίσει τουλάχιστον το δικαίωμα να παίξει στο UEFA Champions League. Δεν την έζησε την εμπειρία.
Η ‘απόφαση τίτλου’
Ο Μπατιστούτα έφυγε από τη Φιορεντίνα το 2000, στα 30, εννέα χρόνια μετά την άφιξη του στην πόλη. Δυο χρόνια μετά (1/8/2002) η ομάδα βρέθηκε στην τέταρτη κατηγορία, εξαιτίας της κάκιστης διαχείρισης του Τσέκι Γκόρι -και της εμπλοκής σε σκάνδαλα, με κυρίαρχο το Calciopolis. Έκανε έφεση, την κέρδισε και η ποινή περιορίστηκε σε αφαίρεση βαθμών.
Η ομάδα που επέλεξε για να κατακτήσει αυτό που του έλειπε, ήταν η Ρόμα (είχε δώσει το ποσό ρεκόρ των 36 εκατομμυρίων ευρώ). Του Φάμπιο Καπέλο. Έβαλε 20 γκολ, στην κατάκτηση του πρώτου Scudeto της ομάδας, μετά το 1983. Ένα από τα τέρματα το έβαλε στα δίχτυα της Φιορεντίνα (26/11/2000). Δεν πανηγύρισε. Ξέσπασε σε κλάματα. Πριν τη σέντρα, πήγε μπροστά στην εξέδρα των ‘οργανωμένων’ και τους απηύθυνε χαιρετισμό, για να αποθεωθεί. Έμεινε στη Ρώμη έως το 2003, όταν πήγε ως δανεικός στην Ίντερ. Σκόραρε 2 γκολ σε 12 ματς. Ενδιαφέρθηκε να πάει στην Αγγλία (για τη Φούλαμ), αλλά αυτή η μετακίνηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αντ’ αυτής, έγινε εκείνη στην Al-Arabi του Κατάρ (2003-05). Ο λόγος, λέει είχε να κάνει με την καταγωγή του πατέρα του. Τελείωσε τη σεζόν με 25 τέρματα -ήταν ρεκόρ. Ανακοίνωσε πως δεν θα επιστρέψει στα γήπεδα το 2005. Ουσιαστικά, οι τίτλοι τέλους είχαν πέσει από το 2002. Το 2007 επέστρεψε στην Αργεντινή, όπου ζει σήμερα.
Είχε ζητήσει από γιατρούς να του κόψουν τα πόδια
Είχαν περάσει λίγοι μήνες εκτός γηπέδων -και καριέρας ποδοσφαιριστή- όταν διαπίστωσε πως ‘δεν μπορούσα να περπατήσω σαν κανονικός άνθρωπος. Ανακάλυψα πως οι αστράγαλοί μου είχαν γίνει κομματάκια. Ακουμπούσαν τα κόκαλα μεταξύ τους -στηρίζοντας 87 κιλά. Είχα το ίδιο πρόβλημα με τον Μάρκο φαν Μπάστεν. Μου είπαν ότι έπρεπε να υποβληθώ σε επέμβαση και στους δυο αστραγάλους. Μου είχαν πει πως θα είναι δύσκολα τα πράγματα και μεγάλο το διάστημα αποθεραπείας. Είχα φτάσει στο σημείο να κλαίω, από τον αβάσταχτο πόνο, κάθε μέρα. Ζήτησα από ένα φίλο γιατρό να με ακρωτηριάσει. Τον παρακαλούσα, τον εκλιπαρούσα, του έλεγα πως αυτό που ζούσα δεν ήταν ζωή. Δεν μπορούσα καν να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κατουριόμουν επάνω μου, γιατί δεν γινόταν να πάω στην τουαλέτα -μολονότι ήταν δυο βήματα μακριά. Δεν μπορούσα να κουνηθώ’. Ευτυχώς ο γιατρός απέρριψε το αίτημα του.
Αργότερα έκανε νέα επέμβαση, ώστε να μειωθεί η πίεση στο χόνδρο και τους τένοντες. Επέστρεψε στο χειρουργείο και πέρυσι. Το 2017 ενημέρωσε πως όλο αυτό οφειλόταν “στην πίεση και τους τραυματισμούς που είχα στην καριέρα μου, γιατί έκανα κατάχρηση”.
Δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένος
Σε συνέντευξη που έδωσε το 2017 στο site της FIFA, είχε ενημερώσει πως “το ποδόσφαιρο ήταν η ανάσα μου. Ζούσα γι’ αυτό. Όταν αγωνιζόμουν, δεν μπορούσα να απολαύσω όσα έκανα. Όταν σκόραρα 2 γκολ, ήθελα να βάλω τρίτο, μετά τέταρτο. Πάντα ήθελα περισσότερα. Τώρα που έχουν τελειώσει όλα και κοιτώ τι έκανα, νιώθω ικανοποίηση. Δεν την ένιωσα όμως, όσο έπαιζα‘.
Toν ρώτησαν αν όντως είχε δηλώσει πως δεν του άρεσε ποτέ το ποδόσφαιρο. “Το είπα αυτό, ναι, αλλά προσπαθούσα να προστατέψω τον εαυτό μου από τα media και το κοινό. Το είπα για να σταματήσουν να με ρωτούν πράγματα. Πρέπει να θυμηθείτε πως έπαιζα στην Ιταλία, τις καλές εποχές. Υπήρχε πολύ πίεση και όλοι μιλούσαν συνέχεια για το ποδόσφαιρο, κάτι που το έβρισκα βαρετό. Προφανώς και λατρεύω το σπορ, την τακτική, την προπόνηση και ό,τι άλλο συμβαίνει στο γήπεδο. Δεν ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιώδης για το ποδόσφαιρο, όταν ήμουν μικρός, αλλά έγινε το πάθος μου. Τώρα δεν μπορώ να περπατήσω εξαιτίας του -του έδωσα περισσότερα από όσα είχα να δώσω”.
Eίχε αποπειραθεί να ασχοληθεί με την προπονητική, μετά έγινε σχολιαστής για την Televisa Deportes, έπειτα ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρίας στη χώρα του, ενώ υπήρξε και σύμβολο του συλλόγου Colón. Η τελευταία ιδέα που είχε ήταν να φτιάξει έναν χώρο, στην πόλη όπου μεγάλωσε, που θα μπορεί να κάνει το recruiting παικτών και θα τους διδάσκει ξένες γλώσσες, όπως και το πώς να διαχειρίζονται τον εαυτό τους στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Ακόμα δεν έχει γίνει πράξη.