Στον Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς χρωστάει το μπάσκετ
Σπούδασε κτηνιατρική, έπαιξε πινγκ πονγκ, όμως ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς ερωτεύτηκε ευτυχώς το μπάσκετ. Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τον ιδιοφυή και πολύγλωσσο 'Μπόρα', που έβλεπε μπροστά από την εποχή του, ένωσε τους δυο κόσμους του αθλήματος και μας πρόσφερε το Ευρωμπάσκετ '87 σαν καλός φίλος της Ελλάδας.
Η πρώτη εντύπωση όταν έβλεπες τον Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς ήταν ότι αντίκριζες έναν ευρύτατα μορφωμένο άνθρωπο. Ευγενέστατο, μειλίχιο και κυρίως…. πολύγλωσσο. Η ικανότητά του να συνεννοείται σε 7 γλώσσες ήταν παροιμιώδης και την εξέλιξε από μικρό παιδί. Στα 15 του μιλούσε 2-3, ενώ έπαιζε τένις και πινγκ πονγκ (πρωταθλητής Σερβίας το 1943 και το 1946). Μια μέρα, στα ανοιχτά γηπεδάκια του Τασμαϊντάν, ανακάλυψε το σπορ που θα αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στη ζωή του και θα το υπηρετούσε μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Ο άνθρωπος που μαζί με τον Ντέιβιντ Στερν άλλαξαν το μπάσκετ, πήγε να συναντήσει τον Αμερικανό κομισάριο του ΝΒΑ, που ‘έφυγε’ από τη ζωή την Πρωτοχρονιά του 2020 και αρκετά πρόωρα θα λέγαμε. Ο ‘Μπόρα’ έκλεισε τα μάτια του για πάντα σε ηλικία 94 ετών, ολοκληρώνοντας έναν συναρπαστικό βίο, γεμάτο από μπάσκετ με κεντρικό πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο μπάσκετ του χρωστάνε πάρα πολλά, όπως βέβαια η άλλοτε ενιαία Γιουγκοσλαβία και οπωσδήποτε το διεθνές ολυμπιακό κίνημα. Ένας πολυδιάστατος άνθρωπος, κοσμοπολίτης, λάτρης του αθλητισμού και της Ελλάδας. Ο άλλοτε γενικός γραμματέας της FIBA (επί 27 χρόνια, δηλαδή από το 1976 μέχρι το 2003), μέλος της ΔΟΕ και του Basketball Hall-Of-Fame (από το 1991) αγαπούσε πολύ τη χώρα μας, είχε άλλωστε σπίτι και στη Βάρκιζα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σε μια από τις επισκέψεις του, το καλοκαίρι του 1984 (για το παγκόσμιο συνέδριο της FIBA που φιλοξενούταν στην Αθήνα), ο Γιώργος Βασιλακόπουλος τον πήγε στον ‘Δουράμπεη’, έχοντας… σκηνοθετήσει το τραπέζι, καθώς το ντεκόρ ήταν το υπό κατασκευή Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Όταν ο Στάνκοβιτς, έπειτα από 1-2 ποτηράκια κρασί, τον ρώτησε “τι είναι αυτό”, ο Έλληνας παράγοντας άρπαξε την ευκαιρία και του είπε: “Κλειστό στάδιο. Κατασκευάζεται για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στιβου. Θα έχει χωρητικότητα 15.000 θεατών”. Ο Στάνκοβιτς ζήτησε να πάει μια βόλτα για να δει από κοντά τις εργασίες στο ΣΕΦ κι όπως μου διηγήθηκε ο Βασιλακόπουλος στο βιβλίο ‘Ευρωμπάσκετ 87, Τίποτα Δεν μας Σταμάτησε‘ (εκδόσεις Physical Goods), κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη διοργάνωση που άλλαξε και το ελληνικό μπάσκετ.
Το απόσπασμα από το βιβλίο είναι χαρακτηριστικό: “Οι 4 άνδρες (σ.σ εκτός από τους Στάνκοβιτς-Βασιλακόπουλο, παρόντες ήταν ακόμη ο άλλοτε διεθνής διαιτητής Κώστας Δήμου κι ο Μάριαν Κοζλόφσκι, πρόεδρος της ευρωπαϊκής ζώνης της FIBA) πάνε στο υπό ανέγερση ΣΕΦ, εντυπωσιάζονται (πρώτον από την καταπληκτική αρχιτεκτονική του κι ύστερα από την επιβλητικότητα του καθώς δεν ήταν συνηθισμένο τότε να υπάρχουν ακόμη και στην Ευρώπη, τόσο μεγάλα κλειστά γήπεδα) και ο Στάνκοβιτς λέει στον Βασιλακόπουλο: ‘Να σε ρωτήσω. Δεν μπορούμε να διοργανώσουμε εδώ το Ευρωμπάσκετ 87;’
Μέσα του, ο Έλληνας παράγοντας έβραζε από ενθουσιασμό αλλά, όπως ακόμη θυμάται ‘δεν το έδειξα αμέσως. Ξέρεις, αν φανείς με τη μία ότι ενθουσιάζεσαι, μετά σε κάνουν ό,τι θέλουν, βάζουν όρους και πρέπει να υποτάσσεσαι. Είπα ‘να δούμε το κόστος, τι άλλο χρειάζεται κλπ’. Ο Στάνκοβιτς γύρισε και μου είπε: ‘Κάνε μια επιστολή και τα υπόλοιπα θα τα πούμε οι δυο μας’. Πέρασε ο καιρός, να πω την αλήθεια δεν πολυπίστευα ότι το έλεγε σοβαρά και τον Σεπτέμβριο δέχομαι τηλεφώνημά του. ‘Δεν είπαμε να στείλεις την αίτηση; Θα το προχωρήσουμε’, είπε και δεν χρονοτριβήσαμε περισσότερο. Στείλαμε την επιστολή με την αίτησή μας και όλα πήγαν κατ’ ευχήν”.
Κάπως έτσι λειτουργούσε ο Στάνκοβιτς. Έπαιρνε αστραπιαίες αποφάσεις, έβλεπε μπροστά, καταλάβαινε τις συγκυρίες. Η θητεία του ως παράγοντας ήταν γεμάτη από τέτοιες στιγμές, σαν αυτήν που βοήθησε την Ελλάδα.
Παίκτης και προπονητής
Ο Στάνκοβιτς που σπούδασε κτηνιατρική στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, δεν ξεκίνησε να είναι από τα νιάτα του ένας διορατικός παράγοντας. Ήταν από τους πιονιέρους της ‘μεγάλης των πλάβι σχολής’ και συμπεριλαμβάνεται στην ‘αγία τετράδα’ που συμπληρώνουν ο Ράντομιρ Σάπερ, ο Νεμπόισα Πόποβιτς και ο Αλεξάντερ Νίκολιτς. Σε αυτούς το μπάσκετ της Γιουγκοσλαβίας χρωστάει τη γιγάντωσή του.
Ο Μπόρα, που γεννήθηκε στο Μπίχατς της Βοσνίας Ερζεγοβίνης το 1925, μετακόμισε στο Νόβι Σαντ και μετά (λόγω του πολέμου) στο Βελιγράδι, πήρε το όνομά του προς τιμήν του διάσημου Σέρβου συγγραφέα (με το ίδιο επίθετο) Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, τον οποίο θαύμαζαν οι γονείς του. Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ, παρέα με τον Σρτζαν Μρκούσιτς, που μετά έγινε τερματοφύλακας του Ερυθρού Αστέρα. Τον παρακίνησε ο Σβιέτισλαβ Μπάτα Βούλοβιτς, ο άνθρωπος που πήγε το μπάσκετ στο Βελιγράδι και άναψε το… σπίρτο. Σαν μέντορες του, ο ίδιος θεωρούσε τον καθηγητή Μπόρα Γιοβάνοβιτς, επικεφαλής του στο τμήμα μπάσκετ της Γυμναστικής Ακαδημίας της Γιουγκοσλαβίας, και τον τον Στέφαν Κόλοβιτς, πρώτος προπονητής της εθνικής ομάδας της χώρας.
Στις 4 Μαρτίου 1945, ο 20χρονος Στάνκοβιτς, γίνεται ιδρυτικό μέλος του Ερυθρού Αστέρα και μαζί με τον Πόποβιτς φοράνε την ‘ερυθρόλευκη’ φανέλα. Πήρε 3 πρωταθλήματα πριν αποχωρήσει (για πολιτικούς λόγους) και γίνει παίκτης-προπονητής της Ζελέζνιτσαρ, από την οποία έφυγε το 1950 πηγαίνοντας στην Παρτιζάν με την ίδια διπλή ιδιότητα. Έπαιξε στην εθνική Γιουγκοσλαβίας από το 1950 μέχρι το 1953, μετέχοντας στο Παγκόσμιο της Αργεντινής και στο Ευρωμπάσκετ όταν οι ‘πλάβι’ έκαναν και την πρώτη διεθνή διάκρισή τους, κατακτώντας την 6η θέση.
Στα 28 έβαλε τέλος στην καριέρα του ως παίκτης και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την προπονητική. Ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της ‘μικρής’ BSK (μετέπειτα OKK) Βελιγραδίου, την οποία μετέτρεψε σε πρωταγωνίστρια του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ (3 φορές πρωταθλήτρια υπό τις οδηγίες του κι άλλη μία με κόουτς τον προφέσορα Νίκολιτς) στη δεκαετία του ’60. Ο τεράστιος Ραντιβόι Κόρατς ήταν ο παίκτης όπου στήριξε πάνω του τη δημιουργία μιας αχτύπητης ομάδας.
O Στάνκοβιτς είχε ταλέντο να διαλέγει παίκτες. Στην ΟΚΚ είχε πάρει τον Μίοντραγκ Νίκολιτς από τη Ραντνίτσκι και τον Τράικο Ραΐκοβιτς από τη Ζελέζνιτσαρ. Ο Κόρατς, όμως, ήταν το κλειδί. Ο προπονητής της ομάδας νέων του είπε μια μέρα: “Μπόρα, έχουμε ένα παιδί, τον λένε Κόρατς και κάνει απίθανα πράγματα. Στο τελευταίο ματς που κερδίσαμε, σημείωσε 56 πόντους”. Δεν χρειαζόταν να ακούσει άλλα. Φώναξε τον 20χρονο Κόρατς και τον έβαλε κατευθείαν στην πρώτη ομάδα. Εναντίον της πρωταθλήτριας Ολίμπια Λιουμπλιάνας, την οποία η ΟΚΚ συνέτριψε με 105-67, ο μικρός Κόρατς σημείωνε 25 πόντους. Στο τέλος της σεζόν (1957-1958), η ΟΚΚ ήταν πρωταθλήτρια και ο Κόρατς πρώτος σκόρερ με 633 πόντους σε 18 αγώνες (μ.ο 37.2)! Ο πιο μεγάλος Γιουγκοσλάβος μπασκετμπολίστας εκείνης της εποχής (σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1969) είχε… γεννηθεί. Την επόμενη σεζόν, η ΟΚΚ ξανάπαιρνε το πρωτάθλημα με τον Κόρατς να έχει μέσο όρο 39.2 π!
Το 1966, έχοντας πλέον γίνει ένας από τους κορυφαίους προπονητές της Ευρώπης, ο Στάνκοβιτς πήγε στην Ιταλία και οδήγησε την Καντού στην κατάκτηση του σκουντέτο το 1968, έχοντας για ηγέτη τον Κάρλο Ρεκαλκάτι (18.4π, πρώτος σκόρερ της ομάδας). Στην Ιταλία αμειβόταν με 1.000 δολάρια τον μήνα (αστρονομικός μισθός για την εποχή), ενώ η ομάδα του διέθετε σπίτι και αυτοκίνητο. Σε σχέση με τη ζωή του στο Βελιγράδι, όλα αυτά έμοιαζαν με αμύθητη περιουσία. Ο Βλάντιμιρ Στάνκοβιτς, παλαίμαχος Σέρβος δημοσιογράφος (από άρθρο του οποίου αντλήσαμε τα στοιχεία της προπονητικής καριέρας του συνεπίθετού του, Μπόρα), είχε μιλήσει με τον άλλοτε ασίσταντ κόουτς της Καντού, Αρνάλντο Ταουρισάνο, που περιέγραψε ως εξής τον εκλιπόντα: “Ο Μπόρα ήταν μια αποκάλυψη για όλους μας. Έφτασε στην Ιταλία χωρίς να ξέρει ούτε μια ιταλική λέξη, αλλά 3 μήνες αργότερα μιλούσε σαν κι εμάς! Έξυπνος, ευγενικός, σαφής. Του άρεσε να συζητάει και ήξερε πολύ καλά πώς να διαχειρίζεται τις προσωπικότητες της ομάδας. Είχε μια μοναδική ικανότητα να φέρνει όλους στο πικ. Στην καλύτερη στιγμή τους. Ήταν νευρικός, στη διάρκεια των αγώνων υπέφερε, αλλά ξέραμε κάθε φορά ότι θα δώσει την καλύτερη οδηγία στο τάιμ-άουτ”.
Στο πλευρό του Γουίλιαμ Τζόουνς
Ταυτόχρονα, άρχισε να υπηρετεί το μπάσκετ και ως παράγοντας. Για 10 χρόνια (1956-1966) ήταν γενικός γραμματέας της γιουγκοσλάβικης ομοσπονδίας. Το πρωί πήγαινε στα Γραφεία και το απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ, προπονούσε τους παίκτες της ΟΚΚ Βελιγραδίου. Η ικανότητά του να τα κάνει όλα καλά δεν πέρασε απαρατήρητη στην Ευρώπη. Α, ταυτόχρονα εξασκούσε και την κτηνιατρική, ελέγχοντας την υγιεινή του κρέατος.
Με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα της γιουγκοσλάβικης ομοσπονδίας συναντιόταν με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους παράγοντες στα διάφορα μίτινγκ. Σε ένα απ’ αυτά, το 1957, αποφασίστηκε το μπάσκετ να ακολουθήσει το παράδειγμα του ποδοσφαίρου και να δημιουργήσει το δικό του Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο Στάνκοβιτς συμμετείχε στην πρώτη επιτροπή μαζί με τους Ραϊμούντο Σαπόρτα (Ισπανία), Ρομπέρ Μπισνέλ (Γαλλία), Νικολάι Σεμάσκο (Σοβιετική Ένωση), Μίροσλβ Κριτζ (Τσεχοσλοβακία) και τον ίδιο τον τότε γενικό γραμματέα της FIBA, Γουίλιαμ Τζόουνς.
O Βρετανός ‘πατέρας’ του ευρωπαϊκού μπάσκετ (ιδρυτικό μέλος της FIBA και επικεφαλής της από το 1934) εκτίμησε τις ικανότητες του Γιουγκοσλάβου παράγοντα και τον ξεχώρισε αμέσως. Το 1960 ήταν ήδη βοηθός του γενικού γραμματέα, ενώ 9 χρόνια μετά, αφού εγκατέλειψε την καριέρα του προπονητή, μετακόμισε οριστικά στο Μόναχο. Ήταν δεδομένο ότι ο πανέξυπνος Μπόρα, που είχε εργαστεί με μεθοδικότητα και απόλυτη συνέπεια σε όλες τις διεθνείς διοργανώσεις (αρχής γενομένης από τους Ολυμπιακούς Αγώνες 1968 στο Μεξικό), θα αντικαθιστούσε τον εμβληματικό Τζόουνς. Την Πρωτοχρονιά του 1976, σε ηλικία 51 ετών, αναλάμβανε επισήμως τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα της διεθνούς ομοσπονδίας.
Όραμα και πράξη η συνεργασία με το ΝΒΑ
Το μπάσκετ υπό την ηγεσία του έκανε μεγάλα βήματα προόδου σε όλα τα επίπεδα. Ο Στάνκοβιτς μπορούσε να κατανοήσει κάθε πτυχή του αθλήματος, έχοντας περάσει από κάθε… δυνατό πόστο (παίκτης, προπονητής, παράγοντας). Μαζί με τον Σάπερ, πέρασε ατέλειωτες ώρες συζητώντας τις αλλαγές των κανονισμών, που θα έκαναν το μπάσκετ πιο ελκυστικό και δημοφιλές. Ταυτόχρονα, άλλαζε τη δυναμική των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, κυρίως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, καταλήγοντας το 1988 στη διεξαγωγή της Ευρωλίγκας με την τελική φόρμουλα του Final Four. Έδωσε επίσης σημασία στην αίγλη των Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων, που στο ξεκίνημά τους αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερο σνομπισμό, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Πάνω απ’ όλα, όμως, επιδίωξε και στο τέλος πέτυχε τη μεγάλη προσέγγιση, με τους Αμερικανούς. Με το ΝΒΑ. Ευτύχησε, βέβαια, να βρει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού έναν εξίσου οραματιστή παράγοντα, τον Στερν. Το 1987 κήρυξε, σχεδόν έντρομος αλλά τόσο ενθουσιασμένος, την έναρξη του 1ου τουρνουά McDonald’s, όπου οι Μιλγουόκι Μπακς (του Τζακ Σίκμα, πατέρα του Λουκ της Άλμπα Βερολίνου) φιλοξένησαν την πρωταθλήτρια Ευρώπης Τρέισερ Μιλάνου και τη δευτεραθλήτρια Ευρώπης Σοβιετική Ένωση (κανονικά θα έπρεπε να έχει κληθεί η Εθνική Ελλάδας, αλλά οι Σοβιετικοί ήταν πιο… ιντριγκαδόρικη συμμετοχή, σε αμερικανικό έδαφος μάλιστα. Στο 1ο τουρνουά που έφερε τους δύο κόσμους κοντά (και είχε για εκπρόσωπο της Ελλάδας τον Κώστα Ρήγα).
Η ιδέα να φέρει κοντά στο ΝΒΑ τον υπόλοιπο κόσμο του μπάσκετ (κυρίως την Ευρώπη) υπήρχε στο μυαλό του από το 1984. Όταν τόλμησε να κάνει γνωστές τις απόψεις του, αντιμετώπισε μια πρωτοφανή εχθρότητα από τα αμερικανικά ΜΜΕ, που θεωρούσαν αδιανόητο κάποια άλλη χώρα να πλησιάσει καν το επίπεδο των ΗΠΑ και κυρίως του ΝΒΑ. Σιγά σιγά, όμως, ο κόσμος του μπάσκετ προόδευε. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, οι Αμερικανοί βγήκαν νοκ-άουτ. Και 4 χρόνια αργότερα, η πρώτη (και καλύτερη) Dream Team εμφανιζόταν στη Βαρκελώνη. Για να γίνει αυτό, ο Στάνκοβιτς, πρώτα έγινε μέλος της ΔΟΕ (το 1988) και εν συνεχεία βρήκε υποστηρικτή τον ίδιο τον κομισάριο του ΝΒΑ. Ο Στερν δεν χρειάστηκε πολύ να καταλάβει τι σήμαινε για το πρωτάθλημά του η εμφάνιση των επαγγελματιών στους Ολυμπιακούς Αγώνες και το άνοιγμα μιας… τεράστιας αγοράς, σε ολόκληρο τον κόσμο. Το σλόγκαν, για να πειστεί η ΔΟΕ να δεχθεί τους επαγγελματίες (μέχρι τότε, όποιος έπαιζε στο ΝΒΑ, δεν μετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες) ήταν “παίζουν οι καλύτεροι”.
Μεταξύ μας, ούτε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή το… βασάνισε αρκετά. Ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, πολύ καλός φίλος του Στάνκοβιτς, συνειδητοποίησε νωρίς το αντίκρυσμα που θα είχε για το γόητρο των Αγώνων η εμφάνιση των 12 κορυφαίων μπασκετμπολιστών του πλανήτη. Στη Βαρκελώνη ’92 το μπάσκετ έφτασε σε δημοτικότητα και προβολή ακόμη και τον ‘βασιλιά’ στίβο. Όλοι ήθελαν να δουν τον Μάικλ Τζόρνταν, τον Λάρι Μπερντ και οπωσδήποτε τον Μάτζικ Τζόνσον, που ξανάπαιζε μπάσκετ μετά την ανακοίνωση ότι είναι φορέας του HIV.
Καθώς έγραφε την αυτοβιογραφία του (‘Ο αγώνας της ζωής μου’), ο Στάνκοβιτς έλαβε τον πρόλογο του βιβλίου, τον οποίο είχε ζητήσει από τον Στερν. Ο κομισάριος του ΝΒΑ έγραφε ανάμεσα στα άλλα: “Κανείς δεν συμμετείχε περισσότερο στην παγκοσμιοποίηση του μπάσκετ, από τον καλό μου φίλο Μπόρα Στάνκοβιτς”. Σε αυτήν την τολμηρή ιδέα και την άψογη συνεργασία των δυο ανδρών το ΝΒΑ οφείλει την τεράστια εξάπλωσή του σε όλο τον κόσμο, αφού από ένα σπορ που έπαιζαν καλά οι Αμερικανοί, έγινε -μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων- παγκόσμια φρενίτιδα. Η εμμονή του Στάνκοβιτς για την προσέγγιση εξαργυρώνεται από δεκάδες ξένους μπασκετμπολίστες που κάνουν μυθικά συμβόλαια στο ΝΒΑ.
Και όπως είπε ο τότε πρόεδρος της ΔΟΕ, Ζακ Ρογκ, το 2002, στην τελετή της αποχώρησης του Στάνκοβιτς από τη Γραμματεία της FIBA “το ολυμπιακό κίνημα δεν θα ήταν αυτό που είναι στις μέρες μας, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι όπως ο Στάνκοβιτς”.
Η ήττα του το καλοκαίρι του 2000
Δεν ήταν όλα ρόδινα στη διάρκεια της θητείας του. Ο συγκεντρωτισμός του, αρκετές φορές, δημιούργησε προβλήματα, ενώ πολλοί λειτουργούσαν εν αγνοία του, χρησιμοποιώντας το όνομά του. Η γιγάντωση στη δεκαετία του ’90 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν εκτιμήθηκε σωστά από τη διεθνή ομοσπονδία. Τα κορυφαία κλαμπ ζητούσαν αύξηση των εσόδων τους και άνοιγμα σε μια διαφορετική πραγματικότητα, περισσότερο επαγγελματική.
Το καλοκαίρι του 2000, ο Στάνκοβιτς βρισκόταν προς το τέλος της διαδρομής του, αφού ήδη είχε επιλέξει σαν διάδοχό του τον Ελβετό δικηγόρο Πάτρικ Μπάουμαν. Οι δυο τους (αλλά και τα περισσότερα στελέχη των ευρωπαϊκών ομοσπονδιών) δεν συντονίστηκαν με το πνεύμα των ομάδων κι έτσι η FIBA το καλοκαίρι του 2000 δέχθηκε ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα, με την σταδιακή αποχώρηση από τις τάξεις της των κορυφαίων ομάδων της Ευρώπης και τη δημιουργία της Ευρωλίγκας, όπως την ξέρουμε στις μέρες μας (με μετάβαση ωστόσο από την ULEB, την ένωση των λιγκών δηλαδή, στην ‘εταιρεία’ των 11 ισχυρότερων της Ηπείρου). Την απόσχιση ο Στάνκοβιτς την έφερε βαρέως και είναι αλήθεια ότι κάποια χρόνια μετά και όσο είχε δυνάμεις, προσπάθησε να φέρει ξανά την ενότητα, αντιμετωπίζοντας όμως μια ανεξήγητη ‘εχθρότητα’ από τους σκληροπυρηνικούς της FIBA Europe.
Ωραία να τον… ακούς
Ο Στάνκοβιτς ήταν ένας εξαιρετικός ομιλητής. Γλαφυρός, με καταπληκτική άρθρωση και ιδιαίτερα εκφραστικός. Πάντα ήταν ωραία να τον ακούς ή να διαβάζεις τα γραπτά του. Σταχυολογούμε μερικά:
Για τους κανονισμούς του μπάσκετ: “Στη διάρκεια της παραμονής μου στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, πήρα τις περισσότερες ιδέες που με επηρέασαν αργότερα κι εμένα και τους κανονισμούς. Ήθελα να ακολουθήσουμε τους Αμερικανούς κι αυτό κάναμε τις περισσότερες φορές. Επέμεινα στο σύστημα των ομαδικών φάουλ (σ.σ. βολές μετά τη συμπλήρωση ενός αριθμού φάουλ), νέους κανονισμούς στη διακύμανση του χρόνου (σ.σ. όχι δυο 20λεπτα, αλλά πρώτα 4 περιόδους των 8′ και αργότερα των 10 λεπτών). Μαζί με τον Σάπερ προσπαθήσαμε και καταφέρουμε να βάλουμε ένα τέλος στην κυριαρχία των ψηλών, με τον κανονισμό των 3”. Και βέβαια, όταν το τρίποντο μπήκε στο ΝΒΑ, υιοθετήσαμε αμέσως τον κανονισμό και στη FIBA. Να πω την αλήθεια, ήμουν αντίθετος να πάει η γραμμή στο όριο του ΝΒΑ (σ.σ. 7.25μ). Νόμιζα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να σκοράρει κανείς από εκεί. Στο NCAA δεν ήθελαν στην αρχή το τρίποντο, γιατί πίστευαν ότι θα σταματήσουν η δημιουργία, οι συνεργασίες και γενικά η εκμάθηση του μπάσκετ”.
Γιατί αγάπησε τόσο πολύ το μπάσκετ: “Πρώτα απ’ όλα είναι ένα ομαδικό σπορ, άρα έχει μέσα του τη συνεργασία και τη συντροφικότητα. Η όλη φιλοσοφία του, εν τω μεταξύ, έγκειται σε δυο κυρίαρχα χαρακτηριστικά. Ο στόχος, το καλάθι, είναι οριζόντιος και όχι κάθετος όπως συμβαίνει στα άλλα σπορ (σ.σ. ποδόσφαιρο, χάντμπολ, πόλο, χόκεϊ) και απαιτεί ένα τελείως διαφορετικό τρόπο να τον πετύχεις. Σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, που το γκολ επιτυγχάνεται με τη δύναμη ενός καλού σουτ με το πόδι (σ.σ. μια κλωτσιά δηλαδή) ή μιας δυναμικής διείσδυσης, στο μπάσκετ αρκεί η δεξιοτεχνία. Ίσως γι’ αυτό δεν μου άρεσαν ποτέ τα καρφώματα”.
Για τις 7 γλώσσες που μιλούσε: ” Η πρώτη ξένη γλώσσα μου ήταν τα γαλλικά, που τα έμαθα στο Νόβι Σαντ στα πρώτα σχολικά χρόνια. Έκανα ιδιαίτερα μαθήματα! Η δεύτερη ήταν τα γερμανικά, που τα τελείωσα λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η τρίτη τα ιταλικά, που έπρεπε να μάθω για να πάω στην Καντού. Ταξιδεύοντας, διάλεξα τα ισπανικά. Περνούσα πολλές ώρες με τον Σαπόρτα, ενώ βρισκόμουν αρκετές φορές στη Νότια Αμερική. Εκεί άρχισα και αγγλικά, που τα συνέχισα όταν βρέθηκα στις ΗΠΑ. Οι σλαβικές γλώσσες δεν μετράνε (!) γιατί νομίζω ότι όποιος έχει σλαβική εκπαίδευση, τις καταλαβαίνει απόλυτα. Παρόλα αυτά, μετράω σαν 6η τα ρωσικά (σ.σ. η 7η φυσικά είναι η μητρική γλώσσα του), στα οποία μάλιστα σε αρκετά μίτινγκ της FIBA έκανα τη μετάφραση”.
Για τη φιλοσοφία του: “Είμαι και μοντέρνος και συντηρητικός συνάμα. Δεν είναι πρόοδος κάθε τι σύγχρονο, δεν αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξη μια ιστορική αλήθεια. Με ενοχλεί που οι νέοι άνθρωποι θεωρούν ότι η ιστορία ξεκινάει απ’ αυτούς. Που δεν έχουν σεβασμό στην εμπειρία και τα επιτεύγματα του παρελθόντος”.
Για τον κορυφαίο παίκτη της Ελλάδας στο Ευρωμπάσκετ ’87 (μιλώντας στον Βασιλακόπουλο): “Ο θρίαμβος ήταν τεράστιος. Ο Νίκος Γκάλης είναι απίστευτος παίκτης, αλλά κατά την άποψή μου, Γιώργο, ο καλύτερος παίκτης της ομάδας σας ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου”.