Ένα πρωτάθλημα ρίσκου με ξεκάθαρο φαβορί
O Zastro καταθέτει την άποψή του για τους τέσσερις διεκδικητές του εφετινού τίτλου στη Super League με βάση τις μεταγραφικές κινήσεις τους, αλλά και το αγωνιστικό κομμάτι.
"Μόνον εκείνοι που ρισκάρουν να πάνε πολύ μακριά, μπορούν να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορούν να πάνε", έγραφε ο Τόμας Έλιοτ στο Transit of Venus και το απόφθεγμα του αμερικανοβρετανού ποιητή, ταιριάζει απόλυτα στο φετινό μεταγραφικό σχεδιασμό των τεσσάρων "μνηστήρων" του τίτλου της SuperLeague που ξεκινά το επόμενο Σάββατο, 22 Αυγούστου. Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ και η άρτι επιστρέψασα ΑΕΚ, υπηρετούν αυτό το δόγμα και πριν το καυτό μεταγραφικό δεκαπενθήμερο του Αυγούστου είναι γεμάτοι ερωτηματικά, στοιχήματα και πολλά ρίσκα. Ίσως περισσότερα απ’ όσα τους επιτρέπεται να πάρουν το δεδομένο χρονικό σημείο, πλην όμως υπάρχει ακόμη το χρονικό περιθώριο να τα περιορίσουν και να εξορθολογίσουν τα ρόστερ τους.
Μοιάζει ίσως οξύμωρο και παράταιρο για όσους ακόμη απολαμβάνουν τον ήλιο και τη θάλασσα σε κάποιο νησί, αλλά σε μια ακριβώς εβδομάδα ανοίγει η αυλαία του πρωταθλήματος, το οποίο μετά από αρκετές σεζόν αναμένεται με αυξημένο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω της ποιοτικής αναβάθμισης που επιχείρησαν οι περισσότεροι σύλλογοι. Οι παθογένειες της ελληνικής οικονομικής και ποδοσφαιρικής πραγματικότητας ασφαλώς εξακολουθούν να υφίστανται και αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το πολύπαθο προϊόν, το ζητούμενο όμως αυτή τη φορά είναι ότι δαπανήθηκαν χρήματα από τους "αιώνιους", επανέκαμψε η ΑΕΚ (επέστρεψε και ο Ηρακλής που ανέκαθεν άνηκε στη μεγάλη κατηγορία) αναδομείται ο ΠΑΟΚ μακριά από το βραχνά των χρεών του και η μάχη της κορυφής προμηνύεται συναρπαστική.
Ξεκάθαρο φαβορί – σήμερα, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου – υπάρχει για μια ακόμη σεζόν, πλην όμως οι μνηστήρες τούτη τη φορά μοιάζουν ελκυστικότεροι και απείρως πιο αξιόπιστοι από τον περυσινό ΠΑΟΚ του πρώτου μισού του πρωταθλήματος που δραπέτευσε με το μεγάλο "διπλό" από το Καραϊσκάκης και κατόπιν διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Εάν δε, στους συνήθεις ύποπτους προστεθεί ο Αστέρας Τρίπολης που βαθμηδόν εξελίσσεται σε μια καθ’ όλα υπολογίσιμη δύναμη του ελληνικού ποδοσφαίρου και εξακολουθήσουν να βελτιώνονται χρόνο με το χρόνο ομάδες όπως ο Ατρόμητος, η Ξάνθη και ο ΠΑΣ, τότε ίσως να υπάρξει η πιθανότητα να ξαναδούμε το ελληνικό ποδόσφαιρο να βιώνει ένδοξες στιγμές του παρελθόντος, ειδικά εάν σιγά-σιγά επιστρέψουν και ο Άρης, η Λάρισα και ο ΟΦΗ.
Σε κάθε περίπτωση, προσπαθώντας να αφαιρέσει κανείς από τη συζήτηση τις ιάσιμες αλλά για κάποιο λόγο μη αναστρέψιμες δυσκολίες της καταπολέμησης της διαφθοράς και της βίας, το ελληνικό πρωτάθλημα προσπαθεί να αναβαθμιστεί και να μας (ξανα)κάνει να ασχοληθούμε μαζί του. Μόνο που αυτό γίνεται ελλείψει οικονομικής ευμάρειας, με μεγάλη δόση ρίσκου. Ένα ρίσκο που ήδη πλήρωσε ακριβά ο Παναθηναϊκός, ο οποίος στο κρισιμότερο – οικονομικά - παιχνίδι της σεζόν εναντίον της βελγικής Μπριζ, στερήθηκε των υπηρεσιών του ακριβότερου και φανταχτερότερου ποδοσφαιριστή του, Μάικλ Εσιέν
Αμφισβήτησε τα πρωτεία του Ολυμπιακού
Ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε το ρίσκο όταν υπέγραφε τον κάποτε καλύτερο αμυντικό χαφ του πλανήτη. Το injury prone του ποδοσφαιριστή ήταν γνωστό τοις πάσι, η καριέρα του είχε ήδη πάρει την κατιούσα εδώ και μια διετία και τα γόνατά του ήταν βέβαιο ότι δεν θα άντεχαν τους φρενήρεις ρυθμούς και των προπονήσεων και του προγράμματος ενός πρωταθλήματος πρώτης κλάσης και σίγουρα πιο απαιτητικού από το ελληνικό. Ο Παναθηναϊκός, σε μια κίνηση πιο πολύ εμβληματικού χαρακτήρα, επιχείρησε διά της έλευσης του Εσιέν να στείλει το μήνυμα ότι "επιστρέφει". Επιστρέφει και ξαναγίνεται Παναθηναϊκός, προσελκύοντας πραγματικά καλούς ποδοσφαιριστές αντάξιους του ονόματος και της ιστορίας του συλλόγου.
Ίσως και να ήταν επιλογή η μη συμμετοχή του Εσιέν στα παιχνίδια των προκριματικών, αφού στο τριφύλλι προτάσσεται ασυζητητί το πρωτάθλημα σε σχέση με τις όποιες πιθανότητες θα προέκυπταν από μια κλήρωση στα δυσκολοπροσπέλαστα play offs του Champions League. Η περσινή σεζόν έδωσε το δικαίωμα να αμφισβητηθούν τα πρωτεία του Ολυμπιακού, οι πράσινοι για δεύτερη συνεχόμενη περίοδο έκαναν ένα πολύ ποιοτικό finish, ήταν φρέσκοι, γυμνασμένοι καλά και απέδωσαν αναλογικά με το ρόστερ τους ελκυστικό ποδόσφαιρο. Τους έλειπε όμως η προσωπικότητα και μια μεγάλη μορφή στον άξονα. Ακριβώς αυτό το κενό κλήθηκε να καλύψει ο Εσσιέν και εκεί εικάζεται ότι θα εστιάσει και ο Αναστασίου όταν ο ποδοσφαιριστής τεθεί στη διάθεσή του.
Η δεύτερη επένδυση του Παναθηναϊκού ήταν ο Σάντσεθ, ο στόπερ που καλείται να καλύψει την ηγετική παρουσία του Γκόρντον Σίλντεφελντ στα μετόπισθεν και να δέσει με το Στάθη Ταυλαρίδη, τον πιο αξιόπιστο αυτή τη στιγμή αμυντικό του Παναθηναϊκού. Ο Ισπανός - επίσης με μεγάλο συμβόλαιο που μέχρι πρότινος δεν θα μπορούσε να "σηκώσει" ο Παναθηναϊκός - έχει αρετές αλλά επί της ουσίας πρόκειται για ένα χαμένο wonderkid του ισπανικού ποδοσφαίρου. Μέλος όλων των "μικρών" εθνικών ομάδων, δεν κατόρθωσε να κάνει το μεγάλο άλμα στην καριέρα του, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι είναι ένας στόπερ επιπέδου Liga και μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά στον Παναθηναϊκό. Θέλει χρόνο να συνθέσει ένα επιτυχημένο δίδυμο με τον Ταυλαρίδη και κυρίως είναι επιτακτική η ανάγκη να βρεθεί ο Εσσιέν μπροστά τους για να απλουστευθεί το παιχνίδι του Παναθηναϊκού σε θέση άμυνας.
Στο δεξί άκρο της άμυνας, επελέγη από τους Βόκολο και Αναστασίου η λύση του Γενς Βέμερ, ο οποίος σίγουρα θα προσφέρει περισσότερα από τους Μπούρμπο και Τριανταφυλλόπουλο, αλλά αποτελεί ερωτηματικό για το κατά πόσον θα προσαρμοστεί για πρώτη φορά σε δεδομένα μεγάλης ομάδας και θα βοηθήσει επιθετικά. Το wage budget του Παναθηναϊκού, μετά τις υπογραφές Εσιέν και Σάντσεθ (και δεδομένης της αναπροσαρμογής αποδοχών του Μπεργκ) πιθανόν να μην άντεχε ακόμη μια υπέρβαση και ο Βέμερ αποκτήθηκε στο πλαίσιο της λογικής "αποκλείεται να είναι χειρότερος από τους προηγούμενους". Το ίδιο ισχύει σε γενικές γραμμές και για τον Ράσμους Τελάντερ που αποκτήθηκε από μια αγορά που παραδοσιακά "βγαίνει" στους πράσινους και είναι από τις πιο "φιλικές" στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Αυξημένες απαιτήσεις
Καλτσάς και Λουντ τέλος, είναι χρήσιμες προσθήκες που αντικαθιστούν με τη σειρά τους ατυχέστατες επιλογές όπως οι διάφοροι Μπερίσα, Μπούι και Μπαϊράμι που αποχώρησαν χωρίς να προσφέρουν το παραμικρό. Το τελικό πρόσημο στις κινήσεις της διοίκησης του Παναθηναϊκού μοιάζει θετικό, με την απαραίτητη υποσημείωση ενός υγιούς Εσιέν που θα αποδώσει ένα μίνιμουμ των δυνατοτήτων του και θα επιτρέψει στον αναγεννημένο Νίνη να απελευθερωθεί, στον καλό Ζέκα να πάψει να ασχολείται με είκοσι δουλειές μέσα στο χόρτο και κατά συνέπεια να λειτουγήσει καλά το σχέδιο του Αναστασίου, ο οποίος στο ξεκίνημα της σεζόν πρέπει να διαχειριστεί την απογοήτευση του άτσαλου αποκλεισμού από τους Βέλγους και ορισμένες από τις εμμονές του.
Οι απαιτήσεις είναι αυξημένες, ο κόσμος δεν μπορεί να κάνει διαρκώς υπομονή και μετά την τροχιά της εξυγίανσης περιμένει και την επιστροφή στους τίτλους. Κυρίως όμως, ο Παναθηναϊκός πρέπει να ξαναβρεί τη χαμένη του ταυτότητα, να ξαναφορέσει το "καλό" ευρωπαϊκό κοστούμι και να χαρίσει στο κοινό του "βραδιές". Διότι με την πάροδο των ετών οι μεγάλες βραδιές είναι εκείνες που μένουν στο θυμικό του οπαδού και όχι οι ισολογισμοί, η λελογισμένη διαχείριση και οι διαδικαστικές νίκες στο ελληνικό πρωτάθλημα. Έχει λείψει από τον κόσμο του τριφυλιού η αύρα της "φανέλας" και στην Ευρώπη, το αίσθημα ανωτερότητας που διακατείχε μέχρι πριν κάποια χρόνια το σύλλογο και η παγίωσή του στην ελίτ του Champions League.
Προσέλκυσε εν μέσω κρίσης πολύ μεγάλα ονόματα
Και κάπου εδώ υπεισέρχεται στη συζήτηση και η πρόοδος του "αιώνιου" αντιπάλου, ο οποίος βαθμηδόν ξεπέρασε φοβίες και λάθη, σοβαρεύτηκε, αγωνίζεται πιο ορθολογικά και πλέον είναι και θεωρείται "ομάδα Champions League". Άλλαξε πολύ ο Ολυμπιακός επί Βαγγέλη Μαρινάκη. Χωρίς να το πάρει είδηση κανείς και εκμεταλλευόμενος το παλκοσένικο της διοργάνωσης, ο Ολυμπιακός κατόρθωσε να προσελκύει εν μέσω κρίσης πολύ μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ποδοσφαίρου, χάρισε πολλές μεγάλες βραδιές (από εκείνες που λέγαμε πριν) στο κοινό του, το οποίο επίσης άλλαξε και έγινε πιο απαιτητικό και δίχως εμμονικές συμπεριφορές στην πλειοψηφία του. Το ρίσκο για τον Ολυμπιακό είναι άλλο.
Ειδικά την τελευταία διετία, ο Ολυμπιακός εξελίσσεται σε αυτό που εύστοχα είχε διαβλέψει ο Καίσαρης πριν αρκετό καιρό: έγινε ένα αξιόπιστο selling club, απέκτησε έρεισμα σε δυνατές αγορές, πρόσβαση σε μεγάλα γραφεία managers και δίνει υπεραξία σε πολλούς φιλόδοξους ποδοσφαιριστές που τον επιλέγουν για να συνεχίσουν – και να αναβαθμίσουν – την καριέρα τους. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος φόβος για το φετινό Ολυμπιακό, να (ξανα)αλλάξει τόσο πολύ που να καταστεί αδύνατο στο Σίλβα να παρουσιάσει κάτι αρραγές και ελκυστικό στο δύσκολο κοινό του Καραϊσκάκης. Ως έχει η κατάσταση μέχρι σήμερα, ο Ολυμπιακός της σεζόν 2015/16, θα είναι πάρα πολύ καλύτερος από τον περσινό και σίγουρα πιο εντυπωσιακός ειδικά από την "ξενέρωτη" περίοδο του Περέιρα στον πάγκο του.
Ο Πάρντο είναι ένας ποδοσφαιριστής που ταιριάζει πάρα πολύ στο dna των ερυθρόλευκων. Ο Κολομβιανός είναι πολύ γρήγορος, έχει εντυπωσιακή τρίπλα και αγωνίζεται διασκεδάζοντας και την εξέδρα. Συνυπολογίζοντας ότι αποτελεί επιλογή του προπονητή του, έχει τα εχέγγυα να αποδώσει τα μέγιστα στον Ολυμπιακό και να φέρει πίσω μνήμες του καλού Γκαλέτι στο κοινό. Αποκτήθηκε με τη μορφή δανεισμού και ο Φινμπόγκασον, ο ποδοσφαιριστής που προσωπικά θεωρώ ως την πιο ουσιαστική και ορθή κίνηση του Ολυμπιακού ως τώρα και εκτιμώ ότι θα σκοράρει πάνω από 20 φορές στο φετινό πρωτάθλημα. Ο Ισλανδός είναι ένας hannibalικός finisher, ο παίκτης που εάν το πλάνο της ομάδας αποδίδει σωστά, θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: θα σκοράρει ακατάπαυστα.
Ανασταλτικά ανοχύρωτος
Εάν αποκτηθεί και ένας αντίστοιχος Πάρντο και για το άλλο άκρο και οι δύο εναλλάσσονται, το έργο του Φινμπόγκασον θα γίνει ακόμη απλούστερο, δεδομένου και του γεγονότος ότι ο Τσόρι παύει να νιώθει αβοήθητος στον επιθετικό σχεδιασμό και στο "κάτι παραπάνω", ενώ ο Φορτούνης ανεβαίνει σταθερά και ενδεχόμενη έξτρα λύση στην επίθεση με τα χαρακτηριστικά του Ζόνας, καλύπτει όλο το εύρος των απαιτήσεων και του Σίλβα και του απαιτητικού κοινού του Καραϊσκάκης. Κάπου εκεί σταματούν τα καλά νέα και ξεκινούν οι υποθέσεις εργασίας. Ο Ολυμπιακός ανασταλτικά είναι ακόμη ανοχύρωτος. Μπορεί να αποκτήθηκε (και να έχει σουξέ) ο Μιλιβόγεβιτς, ο Μανιάτης να προσφέρει πάντοτε εκείνα που του ζητούνται από τον προπονητή του, γεγονός όμως είναι ότι εάν δεν ερχόταν στον Πειραιά ο Εστεμπάν Καμπιάσο, τα χαφ του Ολυμπιακού υστερούν.
Είναι περίπου βέβαιο ότι εάν έρθει η κατάλληλη πρόταση, ο Παϊτίμ Κασάμι θα αποτελέσει παρελθόν για τον Ολυμπιακό (κάτι που αναζητείται μετά... βδελυγμίας και για το Τζίμι Ντουρμάζ) και μαζί του θα χαθεί ο μοναδικός παίκτης στο ρόστερ που έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά, να δώσει ύψος και να καλύψει και το έλλειμμα των υπολοίπων κεντρικών χαφ στη δυνατότητα απειλής από τον άξονα. Παίκτες υπάρχουν στο ρόστερ, ενδιαφέροντα prospects όπως ο Κολοβός και ο Μπουχαλάκης, τίμιες εφεδρείες όπως ο αγαπημένος της εξέδρας Ντιέγο Φουστέρ, αλλά εάν αποχωρήσει ο Κασάμι, ο Ολυμπιακός ουσιαστικά αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό την εντυπωσιακή μεταγραφή του Καμπιάσο.
Ο Αργεντινός προφέρει το απαραίτητο star quality στην ενδεκάδα, χαρίζει πάνω απ’ όλα προσωπικότητα και εμπειρία στη μεσαία γραμμή των ερυθρολεύκων, δεν παύει όμως να πατάει τα 35 και να χρειάζεται προστασία στη διαχείριση. Θα είναι σίγουρα θετικός, ελλοχεύουν όμως κίνδυνοι να επωμιστεί μεγαλύτερο βάρος από το δέον - και για να αντιπαραβάλλουμε και την περίπτωση του Εσσιέν - να τους ζητηθούν περισσότερα από όσα μπορεί και πρέπει να προσφέρει. Ο Καμπιάσο είναι μια κίνηση επιπέδου που ανεβάζει το status oμάδας στο Champions League και είναι το φετινό "δώρο" του Βαγγέλη Μαρινάκη στον κόσμο της ομάδας που ανέκαθεν διψούσε για ευγνωσμένης αξίας ποδοσφαιριστές – κράχτες. Συνεπώς είναι εκ των ων ουκ άνευ η απόκτηση ενός ακόμη χαφ, εκτός αν ο Σίλβα αλλάξει ρότα και αποφασίσει να στηριχθεί στους Κολοβό- Μπουχαλάκη (ο Τζανδάρης μοιάζει να έχει χάσει το στοίχημα) για να αποκτήσει ισορροπία το σχήμα.
Η μορφή του είναι ελκυστική
Σημαντική παράμετρος της ευόδωσης του παιχνιδιού που προσπαθεί να εμφυσήσει στον "Ολυμπιακό του" ο Πορτογάλος προπονητής, είναι η άψογη αμυντική λειτουργία για να καλύπτονται τα overlaps των ακραίων μπακ (όπου επίσης ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποχώρησης και των δύο) με το σχήμα να απαιτεί το έναν από τους δύο μέσους να επιστρέφει πίσω σαν "σέντερ χαφ" όπως λέγαμε παλαιότερα, δίνοντας τη δυνατότητα στα στόπερ να ανοίξουν και να καλύψουν τις πλευρές. Και εδώ συναντάται το τρίτο πρόβλημα του Ολυμπιακού που είναι τα στόπερ: Σιόβας, Μποτία, Αυλωνίτης και Γούτας είναι καλοί ποδοσφαιριστές, δεν είναι όμως στο επίπεδο των υπόλοιπων γραμμών του πρωταθλητή. Ειδικά στο Champions League αναμένεται να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα και η απόκτηση ενός στόπερ κλάσης είναι επιτακτική ανάγκη. Εν ανάγκη ακόμη και δύο εάν όντως έχει αποσυρθεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Μποτία.
Καταλήγοντας, το παζλ του Ολυμπιακού είναι σχεδόν ολοκληρωμένο και η μορφή του είναι ελκυστική, πλην όμως υπάρχει το... august madness των πωλήσεων και της αποδόμησης των σχεδίων του προπονητή καθ’ όλη την προετοιμασία. Εάν ο Ολυμπιακός περιοριστεί στις πωλήσεις των Ντουρμάζ, Χάρα και απλώς δανείσει τα παιδιά που δεν βρίσκουν τον απαιτούμενο χρόνο για να βελτιωθούν, τότε με τρεις κινήσεις ουσίας, μπορεί πραγματικά να κάνει πολύ καλά πράγματα αυτή τη σεζόν αφού ενισχύθηκε πολύ. Εάν όμως όπως διαφαίνεται, αποχωρήσουν ο Κασάμι, ο Ελαμπντελαουί, ο Μαζουακού και κυρίως ο Ρομπέρτο (έστω κι αν αποκτήθηκε ο πολύ ελπιδοφόρος Καπίνο, δεν εμπνέει σε καμία περίπτωση την εμπιστοσύνη που παρέχει ο Ισπανός keeper) τότε ο Ολυμπιακός πρέπει να ξαναφτιαχτεί από την αρχή και να παρουσιαστεί έτοιμος στον όμιλο με τα 4/5 της άμυνας να μην γνωρίζουν καλά-καλά το δρόμο για το Καραϊσκάκης.
Το ύψος του ρίσκου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τεράστιο και πέρυσι το πλήρωσαν πολύ ακριβά αυτό οι ερυθρόλευκοι, αφού σχεδόν όλες οι μεταγραφές δεν απέδωσαν ( Αφελάι, Αμπιντάλ ειδικά ήταν απογοητευτικοί) ο Μποτία είναι περιορισμένων δυνατοτήτων και ο Μίτσελ αναγκάστηκε να κάνει αλχημείες, με αποτέλεσμα να απολυθεί. Ο Περέιρα απλώς διεκπεραίωσε και παρουσίασε έναν πολύ μέτριο Ολυμπιακό, δεν κόλλησε ποτέ στο σύλλογο και οι εισηγήσεις του ( Χάρα και Σαντάνα) ήταν σχεδόν κωμικές για το επίπεδο του συλλόγου. Ως τελική εκτίμηση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ολυμπιακός οφείλει να επενδύσει στο χτίσιμο μιας πολύ δυνατής ομάδας και να πάψει να έλκεται από τις σειρήνες των ατζέντηδων που κάθε σεζόν κάνουν χρυσές δουλειές χρησιμοποιώντας το όνομα και τις δυνατότητες του συλλόγου.
Στηριζόμενος στη γνώση και το πλάνο του Άρνεσεν
Αντίθετα με τον Ολυμπιακό, ο ΠΑΟΚ βεβαιωμένα αποφάσισε να αναδομήσει και όχι απλώς να ανακαινίσει το οικοδόμημα. Ο Σαββίδης, έχοντας δοκιμάσει και τη λύση του Ζαγοράκη και τη λύση του Βρύζα και εκείνη του Τσιστιακόφ και εκείνη του Αναστασιάδη, αποφάσισε φέτος να εμπιστευθεί έναν τεχνοκράτη Διευθυντή Ποδοσφαίρου με όραμα για μια νεανική ομάδα. Επελέγη ο Ιγκόρ Τούντορ ως εκφραστής της νεανικής στροφής του συλλόγου, ένας προπονητής με ιταλικές ποδοσφαιρικές καταβολές, που ωρίμασε ποδοσφαιρικά στο ρεσιτάλ της τακτικής που ήταν και παραμένει το παρακμάζον ιταλικό ποδόσφαιρο. Ο Τούντορ έχει παρουσιάσει ένα θαυμάσιο project ως τώρα, με μια ομάδα που τρέχει πολύ, πιέζει ακατάπαυστα και δείχνει να χαίρεται το παιχνίδι και να πείθει το πολύ δύσκολο κοινό της ομάδας να επιστρέψει στην Τούμπα.
Ο ΠΑΟΚ δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, θεμελιώνει στηριζόμενος στη γνώση και το πλάνο του Άρνεσεν, απομάκρυνε τα στοιχεία που ηλέκτριζαν το εσωτερικό της ομάδας και ρισκάρει με συμπάθεια. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το Δικέφαλο, είναι να ξεκινήσει όπως και πέρυσι θαυμάσια, να ανέλθουν οι απαιτήσεις σε δυσθεώρητα επίπεδα και στα πρώτα ανάποδα αποτελέσματα να απαξιωθεί και πάλι ο προπονητής και ολόκληρη η ομάδα. Οι κινήσεις ως τώρα είναι στη σωστή κατεύθυνση, (ευτυχώς) απουσιάζουν οι μεγαλοστομίες και ο Σαββίδης έχει θέσει εαυτόν εκτός του περιβάλλοντος της ομάδας. Η εικόνα του ιδιοκτήτη πέρυσι να κατεβαίνει στον πάγκο του Γεωργιάδη και να ζητεί αλλαγές, είναι εικόνα ομάδας πολύ μικρότερης από τον ΠΑΟΚ και πλήγωσε ανεπανόρθωτα το πρεστίζ του συλλόγου.
Σάμπο, Λέοβατς, Όλσεν και Ροντρίγκες είναι πολύ καλές προσθήκες για αυτό που προσπαθεί να κάνει πράξη ο Άρνεσεν (και μετά ο Τούντορ) και η κίνηση για την απόκτηση του Τσίμιροτ αποδεικνύει ότι ο στόχος του ΠΑΟΚ είναι – επιτέλους – να οικοδομήσει και όχι να καταστρέψει. Εάν επιστρέψει και ο καλός Στοχ της πρώτης περιόδου όπως συζητείται τα τελευταία εικοσιτετράωρα, είναι βέβαιο αφ’ ενός ότι ο ΠΑΟΚ θα είναι πολύ πιο γρήγορος και αφ’ ετέρου ότι το κενό του Λούκας θα καλυφθεί μεσοεπιθετικά, με έναν ποδοσφαιριστή πιο κοντά από τον ιδιόρρυθμο Ισπανό στα θέλω του Τούντορ. Κοροβέσης, Μαλεζάς, Άντονις και η επιστροφή του πιο ώριμου Πέλκα, είναι επίσης κινήσεις στη σωστή κατεύθυνση και αντιστρόφως ανάλογες με όσα μας είχε συνηθίσει δυόμισι χρόνια τώρα ο Σαββίδης.
Θα ακολουθήσουν σίγουρα κάποιες πιο ακριβές μεταγραφές, ειδικά εάν ξεπεραστεί και το εμπόδιο της Μπρόντμπι, με τον ΠΑΟΚ πλέον να ψάχνει εκείνες τις προσθήκες που θα τον ανεβάσουν επίπεδο και θα χαρίσουν στον Τούντορ την πολυτέλεια των ποδοσφαιριστών της "μιας ενέργειας" όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται ποδοσφαιριστές της ποιότητας του Βιεϊρίνα που τόσο πολύ έχει λείψει από την Τούμπα. Το ρίσκο του ΠΑΟΚ είναι διττής ερμηνείας: είτε ξεκινά απογοητεύοντας και εγκαταλείπεται το project πριν καλά καλά σταθεί στα πόδια του είτε επαναλαμβάνεται το ίδιο έργο με πέρυσι, με το κοινό και τον ιδιοκτήτη να παρεξηγούν τις δυνατότητες της ομάδας και να κυνηγούν χίμαιρες. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον η σεζόν του ΠΑΟΚ και στο τελικό ταμείο είναι ένα ελκυστικό outsider που το πιθανότερο είναι πως θα ικανοποιήσει πολύ περισσότερο από την περσινή σεζόν το κοινό του.
Η ΑΕΚ θα ικανοποιήσει περισσότερο το κοινό της
Εκείνη που δείχνει ότι σίγουρα θα ικανοποιήσει περισσότερο το κοινό της, είναι η ΑΕΚ. Θα ήταν ντροπή για την ιστορία της να αναφερθούν οι δύο παρελθούσες σεζόν ως "επιτυχημένες" ή οτιδήποτε άλλο, απλώς επειδή η ομάδα έκανε τα αυτονόητα και επέστρεψε εκεί που ανήκει. Καλλιεργήθηκαν πολλές προσδοκίες αυτή τη διετία για την ΑΕΚ, ίσως να ήταν και ένας τρόπος να φανεί το φως μέσα στο σκοτάδι των χαμηλών κατηγοριών, γεγονός όμως είναι ότι ο κόσμος της Ένωσης περίμενε πολλά περισσότερα από το Δημήτρη Μελισσανίδη και τον επικεφαλής του ποδοσφαιρικού τμήματος, Ντούσαν Μπάγεβιτς. Η ΑΕΚ παρ’ ότι ελεύθερη βαρών και επί της ουσίας επανασυσταθείσα, είναι έμπλεη ποδοσφαιριστών που όχι απλώς είναι ρίσκο, αλλά αγγίζουν τα όρια του no bet.
Ακόμη και η κίνηση με την υπογραφή του Ντιέγο Μπουονανότε που ικανοποίησε μεγάλο μέρος των φίλων της, είναι μια κίνηση τεράστιου ρίσκου, με εμπιστοσύνη σε έναν ποδοσφαιριστή που κάποτε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακόμη και διάδοχος ιερών τεράτων του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, μετά όμως από το δυστύχημα του 2009 δεν επανήλθε ποτέ στα πρότερα επίπεδα. Ο ποδοσφαιριστής συμφώνησε με το σύλλογο με στόχο να πατήσει restart στην καριέρα του, αποδεχόμενος ένα πολύ μικρότερο συμβόλαιο από εκείνο που απολάμβανε στην Ισπανία, ο σύλλογος από την άλλη προσπαθεί να ζεστάνει το ταλαιπωρημένο κοινό του με έναν γνωστό ποδοσφαιριστή χαμηλού κόστους, που εάν "βγει" θα τρίβουμε τα μάτια μας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται περίπου και η περίπτωση του Ντιντάκ, με τον ποδοσφαιριστή να αποδέχεται το downgrade στην καριέρα του εξ αιτίας του σοβαρού τραυματισμού που τον ταλαιπώρησε και του κινήτρου που του παρέχει η ΑΕΚ να ξαναφτιάξει το όνομά του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, αγωνιζόμενος ως βασικός.
Παρόμοια περίπτωση, αλλά με τους τραυματισμούς πιο πίσω στην καριέρα του, είναι και ο ντελικάτος Ρόναλντ Βάργκας, ο Βενεζουελάνος που ήλθε να χαρίσει το χαμόγελο στα πρόσωπα των αεκτζήδων με την ποιότητά του. Στην πρώτη του παράσταση με τη Σεβίλλη, ο Βάργκας άρεσε πολύ στο κοινό της ΑΕΚ, έδειξε ότι θα προσφέρει πράγματα και απλώς αναμένεται το κατά πόσον θα αντέξουν τα πόδια του και θα δέσει με τον Πέτρο Μάνταλο, τον μεγάλο απόντα και μια από τις σταθερές της ομάδας. Όχι τυχαία, η μεγάλη δύναμη της ΑΕΚ είναι στη μεσαία γραμμή – θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει και υπεροπλία – αφού ο Σουηδός Γιόχανσον έχει "κουμπώσει" σε απόλυτο βαθμό στην οικονομία του παιχνιδιού του Δέλλα και ο νεοφερμένος Αντρέ Σιμόες δείχνει να δένει πολύ καλά με το σοβαρό και "σίγουρο χαρτί" Σκανδιναβό. Συνυπολογίζοντας τις πολύ αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις του Μιγκέλ Κορδέρο, την έλευση του Μπουονανότε που μπορεί να προσφέρει και σαν επιθετικός χαφ, αλλά και την παρουσία των Ανάκογλου και – κατά συνθήκην – Τζανετόπουλου, η ΑΕΚ στη μεσαία γραμμή είναι ΑΕΚ.
Πρόβλημα σε τέρμα και επίθεση
Εκεί που ξεκινά να τα χαλάει είναι στις δύο άκρες του οικοδομήματος. Ο Αλάιν Μπαρόχα ενώ είναι ένας "διψασμένος" και εντυπωσιακός (λάτιν γαρ) τερματοφύλακας, δεν έχει την προσωπικότητα, αλλά ούτε και την εμπειρία (όπως άλλωστε και ο Ανέστης) να καθοδηγήσει την άμυνα της ΑΕΚ, η οποία επίσης μοιάζει ημιτελής και υψηλού ρίσκου. Πέραν του Ντιντάκ που καλείται να αποδώσει τα μέγιστα στο αριστερό άκρο, στο κέντρο της άμυνας οι ιθύνοντες εμπιστεύθηκαν – ορθά – το Δημήτρη Κολοβέτσιο και τον Άνταμ Τζανετόπουλο, αλλά δεν τους πλαισίωσαν με έναν στόπερ υψηλού επιπέδου, καταλήγοντας στον Θέσαρ Άρθο και πάλι για οικονομικούς λόγους. Στο δεξί άκρο υπάρχει η αναμονή για την επιστροφή του Μιχάλη Μπακάκη στα επίπεδα που τον έφεραν στο κατώφλι της Εθνικής ομάδας και τα πρώτα δείγματα του Ροντρίγο Γκάλο δείχνουν ότι η θέση μπορεί να καλυφθεί με επάρκεια ως τότε.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ένωσης εντοπίζεται όμως στην επίθεση. Πλατέλας, Αραβίδης, Μπαρμπόσα και Κρισάντους είναι ποδοσφαιριστές και λύσεις περιορισμένων δυνατοτήτων που δεν συνάδουν με τις φιλοδοξίες του συλλόγου για μια πορεία πρωταθλητισμού. Οι δύο πρώτοι σίγουρα αξίζουν το συμβόλαιό τους, επιβραβεύονται εξ άλλου που έβγαλαν και την ψυχή τους και δέθηκαν με την ομάδα, αλλά δεν μπορούν να λογίζονται ως οι πλέον αξιόπιστες και σοβαρές λύσεις για το επιθετικό σκέλος του παιχνιδιού. Και φθάνουμε στο μεγαλύτερο στοίχημα για την ΑΕΚ (μέχρι το επόμενο όπως δείχνουν τα πράγματα) που ονομάζεται Ραφίκ Τζεμπούρ. Ο Αλγερινός είναι προσωπική επιλογή Μελισσανίδη, υπέγραψε στην ομάδα παρ’ ότι όλοι πλην "Τίγρη" είχαν τις ενστάσεις τους και δεν άργησε να επιβεβαιώσει τους φόβους για τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του.
Από την Πολωνία και το βασικό στάδιο της προετοιμασίας με την αλήστου μνήμης κλωτσιά στον ποδοσφαιριστή της Ανόρθωσης, μέχρι την εικόνα του μπλαζέ και εμφανώς unfit Τζεμπούρ που αποδοκιμάστηκε με τη Σεβίλλη, υπήρχαν μπροστά μας οι ενδείξεις του απείθαρχου και sui generis Τζεμπούρ. Δεν άργησε να δημιουργήσει και πρόβλημα στο εσωτερικό της ομάδας, μη προσερχόμενος στην προγραμματισμένη προπόνηση της ομάδας στο προπονητικό κέντρο των Σπάτων και πυροδότησε άπειρα σχόλια και ατέλειωτη κουβέντα για το κατά πόσον η ΑΕΚ του "ερχόμαστε" μπορεί να στηριχθεί πάνω του. Είναι επιτακτική η ανάγκη απόκτησης ενός επιθετικού περιοχής, εκτός εάν ο Δέλλας αποφασίσει να πορευθεί με το δόγμα Σπαλέτι και να παρατάσσει την ΑΕΚ χωρίς φορ. Ο Σπαλέτι όμως διέθετε Τότι, Μανσίνι, Ζιουλί, Βούτσινιτς. Ο Δέλλας έχει στη διάθεσή του (πολύ) διαφορετικούς ποδοσφαιριστές και το έργο του είναι απείρως δυσκολότερο.
Φαβορί ο Ολυμπιακός, αμφισβητίας ο Παναθηναϊκός
Εν κατακλείδι, έχοντας τα πρώτα δεδομένα στη διάθεσή μας, η πρεμιέρα για το φετινό μαραθώνιο πιθανόν να είναι το εφαλτήριο για τις απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτηματικά μας. Πάντοτε με βάση τη σημερινή εικόνα και πριν το τελευταίο "καυτό" δεκαπενθήμερο του Αυγούστου (και πιθανόν το πρώτο διάστημα του Σεμπτεμβρίου για τα τελευταία ψώνια στις εκπτώσεις) ο Ολυμπιακός υπό την αίρεση του august madness είναι το φαβορί με κύριο εκφραστή της αμφισβήτησης των πρωτείων του, έναν Παναθηναϊκό που περιμένει τον Μίκαελ Εσιέν και τουλάχιστον μια ακόμα προσθήκη μεσοεπιθετικά. ΠΑΟΚ και ΑΕΚ είναι στη δεύτερη ταχύτητα, πιο κοντά αυτή τη στιγμή στον Παναθηναϊκό απ’ ότι στον Ολυμπιακό και με το δικέφαλο του νότου λιγότερο οραμτιστή (αλλά και περισσότερο έτοιμο) από εκείνον του βορρά που αποφάσισε μετά από τρία χρόνια αιθεροβασιών να πράξει τα αυτονόητα και να συγκροτήσει μια κανονική ομάδα.
Καθένας έχει πάρει τα ρίσκα του, καθένας έχει ποντάρει εκεί που πιστεύει ότι οι πιθανότητες είναι μαζί του και υπηρετεί το αρχαίο ρητό "ο τολμών νικά". Το ρίσκο όμως - για να απαντήσουμε και στο αρχικό quote του Έλιοτ - μπορεί να οδηγήσει και στην οδυνηρή διαπίστωση ότι το "μακριά" ήταν ο γκρεμός. Και μπροστά στο γκρεμό η μοναδικές επιλογές είναι είτε να πέσεις είτε να γυρίσεις πίσω. Περίπου δηλαδή, ότι έπαθε και η ελληνική Κυβέρνηση, η οποία ρίσκαρε τόσο πολύ τεντώνοντας το σχοινί με τους Ευρωπαίους, που στο τέλος αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει τόσο πολύ, όσο καμία προηγούμενη. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία...