Τον σκότωσε η φυλακή
Σαν σήμερα (6/1) πέθανε ο Μάκης Ψωμιάδης κι ο Κώστας Καίσαρης γράφει, πως βίωσε τις τελευταίες μέρες του. Την απομόνωσή του και την "άρνηση" να κάνει εγχείρηση. Λες και ήθελε να φύγει.
Ο Μάκης Ψωμιάδης, δεν πέθανε από τη καρδιά του. Τον Ψωμιάδη τον σκότωσε η φυλακή. Η οικογένειά του, οι λίγοι φίλοι, που τον έβλεπαν μετά την αποφυλάκισή του, το βίωσαν και το γνωρίζουν πολύ καλά. Ο Ψωμιάδης μετά τη φυλακή, ήταν άλλος άνθρωπος. Σαν προσωπικότητα τσαλακώθηκε. Η υγεία του, κλονίστηκε. Δεν ήταν κανένα παιδάκι, αλλά η φυλακή τον νίκησε. Στους λιγότερο, από πέντε μήνες της ελευθερίας του, από τις 20 Αυγούστου του 2015 που βγήκε, μέχρι τις 6 Ιανουαρίου που έφυγε, ο Ψωμιάδης είχε απομονωθεί. Ούτε στο Κολωνάκι για καφέ, ούτε στη Γλυφάδα. Ούτε νυχτερινές έξοδοι σε μπαρ ή σε μπουζουξίδικα.
"Δεν θέλω να βλέπω κανέναν. Δεν θέλω να με παίρνουν στο τηλέφωνο, πέρα από τρεις-τέσσερις φίλοι. Δεν θέλω να με βλέπουν στο δρόμο και να με λυπούνται. Να με χτυπάνε στη πλάτη. Όποιος και να σου ζητήσει το τηλεφώνό μου, μη του το δώσεις".
ΤΟΝ Ψωμιάδη τον ήξερα σε προσωπικό επίπεδο, πάνω από τριάντα χρόνια. Στα τέσσερα της φυλακής, τα τηλέφωνα (από απόκρυψη) λίγο πριν τις δέκα το βράδυ ήταν συχνά. Ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας του κρατούμενου, άλλωστε, με τον έξω κόσμο, είναι το τηλέφωνο: "Τι νέα έχουμε;", "τι γίνεται;", "τι μαθαινεις;". Με την αποφυλάκισή του, όποιος περίμενε, έναν Ψωμιάδη, έτοιμο να ανοίξει καινούργιες δουλειές, είχε πέσει έξω. Οι ώρες και οι μέρες του, πέρναγαν σ' ένα από τα μαγαζιά του, στη Πλάκα. Απομονωμένος. Καμιά διάθεση για μπίζνες. Το ποδόσφαιρο, το είχε αφήσει πίσω, οριστικά και αμετάκλητα. Όπως και τους ανθρώπους του. Ούτε μίλαγε για μπάλα, ούτε έβλεπε ματς στη τηλεόραση. Αυτή ήταν η εικόνα, που είχα από τον Ψωμιάδη, στις συναντήσεις μας. Ο Ψωμιάδης είχε ηττηθεί. Είχε χάσει. Μπαίνοντας φυλακή, είχε χάσει για πρώτη φορά στη ζωή του. Κι όχι, ότι δεν την άντεξε. Τη φυλακή, σαν φυλακή, την άντεξε και με το παραπάνω. Δεν άντεξε την ήττα. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει, ότι έχασε. Εύλογα κάποιος μπορεί να πει: "Δηλαδή ένας Μάκης Ψωμιάδης δεν μπόρεσε να αντέξει τέσσερα χρόνια φυλακή; Ήταν τόσο ευαίσθητος";
ΚΙ ΟΜΩΣ. Όσο κι αν ακούγεται ακατανόητο, συνέβη. Ο Μάκης Ψωμιάδης "πέθανε", με τη σύλληψή του, στα Σκόπια. Όταν τον έφεραν πίσω και τον περιέφεραν, βορά στις κάμερες με τις χειροπέδες. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Δεν έπινε ούτε μία σταγόνα από το "Τζώνι Μπλου", το ουίσκι του. Κέρναγε μόνο τους φίλους. Δεν τράβαγε ούτε μιά ρουφηξιά από το πούρο και να φυσήξει τον καπνό "έξω". Αυτό το βουνό των δύο μέτρων, είχε λυγίσει. Περισσότερο ψυχολογικά και λιγότερο από το πρόβλημα στη καρδιά. Ήταν μόλις εξήντα χρονών κι έβλεπες απέναντί σου, έναν άνθρωπο άδειο. Χωρίς ενέργεια. Χωρίς κανένα κέφι. Χωρίς καμιά διάθεση να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του. Ακούγεται παράλογο, αλλά έτσι είναι. Συμβαίνει και στους πλέον σκληρούς. Είχε πρόβλημα στη καρδιά. Το ήξερε. Έπρεπε να κάνει επέμβαση. Την άφησε για μετά τις γιορτές. Δεν πρόλαβε. Τελικά, σχετικά με την ΑΕΚ, δεν πλήρωσε με τέσσερα χρόνια φυλακή. Επί της ουσίας, πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή. Αυτός που δεν είχε φοβηθεί, "άλλα κι άλλα", έδειχνε "φόβο" απέναντι στην εγχείρηση. Την πήγαινε, από σήμερα σε αύριο. Όχι από δειλία. Ενδεχόμενα από επιλογή. Ίσως, γιατί είχε επιλέξει να φύγει. Συμβαίνει. Σπάνια, αλλά συμβαίνει. Αυτό που δεν μπορούσες να περιμένεις, ήταν ότι θα συμβεί στον Μάκη. Συμπέρασμα αλλά και "ηθικό δίδαγμα", για όσους το παίζουν μάγκες, έστω και στον μικρόκοσμό τους. Για όσους δεν λογαριάζουν καλά, μέχρι που φτάνουν τα όριά τους. Και τα ξεπερνάνε. Χωρίς να έχουν τη δύναμη να αντέξουν, ή να πληρώσουν το τίμημα. Ο Μάκης Ψωμιάδης με τη σύλληψή του και τη καταδίκη του, δεν έχασε μόνο την ελευθερία του. Έχασε την υπερηφάνεια του. Ο Ψωμιάδης για τριάντα και πλέον χρόνια, "είχε κατακτήσει", το ακαταδίωκτο. Δικαζόταν, καταδικαζόταν, αλλά δεν είχε κάτσει ούτε μία ώρα φυλακή. Ο Ψωμιάδης που ξέραμε, με το που μπήκε μέσα, "πέθανε". Βρήκα, τι είχα γράψει, την ημέρα της αποφυλάκισής του:
"Ο Μάκης ήταν ο πλέον αξιοπρεπής κρατούμενος. Δεν υπάρχει δεύτερος. Μοναδική περίπτωση. Κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα του. Ούτε διαμαρτυρήθηκε, ούτε κλάφτηκε, ούτε πέταξε υπονοούμενα. Τίποτα. Αξιοπρεπής στον απόλυτο βαθμό. Στο 100%. Δεν έδωσε ούτε μία συνέντευξη, σε εφημερίδα, ραδιόφωνο ή κανάλι. Δεν είπε, ούτε μία λέξη. Δεν έκανε το προσωπικό του πρόβλημα, δημόσιο θέαμα. Τράβηξε τον ανήφορό του, σιωπηλός. Ούτε για πολιτικούς, είχε να πει τίποτα, ούτε για δικαστές, ούτε για δημοσιογράφους, ούτε για παράγοντες του ποδοσφαίρου. Τίποτα. Τουμπεκής. Ό, τι είχε, το κράτησε για πάρτη του. Όπως αρμόζει στους άντρες".
ΚΑΙ δεν ήταν υπερβολή. Ήταν η πραγματικότητα. Ο Ψωμιάδης, πάντα ήταν κλειστός τύπος. Ήξερε δέκα, έλεγε ένα. Έκανε εκατό, δεν έλεγε κανένα. Η φυλακή τον έκανε ακόμα πιο κλειστό. Κι ότι ο Μάκης Ψωμιάδης στα τέσσερα και πλέον χρόνια της περιπέτειάς του, έμεινε σιωπηλός, ήταν ίσως, ένας έμμεσος τρόπος αποδοχής. Ότι έπρεπε να πληρώσει το τίμημα. Κι εδώ που τα λέμε, αν και σχεδόν όλοι, όσοι πέρασαν από την ΑΕΚ, έκαναν πάνω-κάτω τα ίδια, ο Ψωμιάδης ήταν ο μοναδικός που πλήρωσε. Το βράδυ μετά την κηδεία με είχε πάρει τηλέφωνο, στενό συγγενικό του πρόσωπο: "Είχε το πρόβλημα, στη καρδιά. Ήξερε ότι ήταν σοβαρό. Δεν ήθελε να κάνει εγχείρηση. Λες και ήθελε να φύγει. Λες και το είχε πάρει απόφαση. Λες και ήξερε αυτό που θα συμβεί. Τώρα στις γιορτές, φώναξε τον καλύτερό του φίλο και του έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο. Όταν αυτός αντέδρασε, η απάντηση του Μάκη ήταν προφητική: "Να είσαι καλά. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί αύριο". Λες κι ο ίδιος ήξερε, αυτό που επρόκειτο να συμβεί σε λιγότερο απο δεκα μέρες". Να το ξαναπούμε σαν επίλογο. Ο Μάκης πλήρωσε με τη ζωή του. Τον σκότωσε η φυλακή.
Στο τραγούδι της ημέρας Nino Rota και Ma La Vita Continua Finale: