Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: Η θεωρία των άκρων
Οι μέρες τελειώνουν, πλησιάζει η βραδιά του Ολυμπιακός - Γιουνάιτεντ. Όμως, η αλήθεια είναι πως ακόμα κι αν δεν ήταν αυτή η αντίπαλος των ερυθρόλευκων, η Γιουνάιτεντ και πάλι θα μας έδινε αφορμή να ασχοληθούμε μαζί της. Το ίδιο συμβαίνει παντού στον ποδοσφαιρικό κόσμο, με μυριάδες σχόλια κι αναλύσεις για τη φετινή σεζόν της ομάδας του Μόγες.
Φτάσαμε στα τέλη Φεβρουαρίου κι ακόμα η χρονιά κυλάει στο ίδιο τέμπο: απογοήτευση, αναλαμπές, προβλήματα που δεν λύνονται και πολλά αρνητικά ρεκόρ, να διαδέχεται το ένα το άλλο, πάνω που λες πως η κατρακύλα θα σταματήσει. Ο Μάτα ήρθε τον Γενάρη να φέρει αισιοδοξία και βελτίωση στο χορτάρι, αλλά δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα: την ήττα με κάτω τα χέρια κόντρα στην Τσέλσι ακολούθησαν ήττα απ’την Στόουκ με γκολ του Τσάρλι Άνταμ(!) και εντός έδρας ισοπαλία 2-2 με την ουραγό Φούλαμ, πριν έρθει το 0-0 στο Έμιρεϊτς να φέρει μια προσωρινή ηρεμία.
Φούλαμ
Το ματς με τη Φούλαμ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Όσα κι αν είχαν συμβεί φέτος, δεν ήταν εύκολο για όποιον είδε το ματς να αποδεχθεί την εικόνα της Γιουνάιτεντ: άθλιο ποδόσφαιρο, υπερπροσπάθεια για να γίνει 2-1 το αρχικό 0-1 κόντρα σε μια ομάδα που παλεύει για τη σωτηρία και τελικά σοκαριστική ισοφάριση σε 2-2 στο 94’. Ένα ματς-καθρέφτης των φετινών χαρακτηριστικών: κακό ποδόσφαιρο, αμυντικά και επιθετικά προβλήματα, ένας αντίπαλος που δεν φοβάται όσο κακός κι αν είναι, γκίνια.
Εκείνο το 2-2 σήκωσε τους τόνους όχι μόνο όσον αφορά τη γενική πορεία της Γιουνάιτεντ, αλλά και για την αγωνιστική συμπεριφορά της ομάδας. Στα social media και στα ΜΜΕ όλης της Ευρώπης έγινε χαμός με το επόμενο γράφημα. Οι 81 σέντρες που επιχείρησε η Γιουνάιτεντ κόντρα στη Φούλαμ, που έβαλαν στο στόχαστρο τον Μόγες κι αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρής κριτικής ακόμα και κατά τη διάρκεια του αγώνα, όταν όλοι μετρούσαν τη μία σέντρα μετά την άλλη.
Σέντρες και κάθετες
Ογδόντα μία σέντρες σε ενενήντα λεπτά τράβηξαν τα βλέμματα, αλλά οδήγησαν και σε μια μεγαλύτερη εμβάθυνση. Το Grantland είχε φροντίσει να το επισημάνει απ’τον Οκτώβριο κιόλας: το πρόβλημα δεν ήταν πως η Γιουνάιτεντ σέντραρε πολύ, αλλά η ταυτόχρονη απουσία κάθετης απειλής. Τότε είχαν γίνει μόνο οκτώ αγώνες, αλλά η κρίση ήταν σωστή και αποδεικνύεται και μετά από 26 αγωνιστικές.
Όντως, η Γιουνάιτεντ φέτος σεντράρει περισσότερο. Στην Πρέμιερ Λιγκ τουλάχιστον, γιατί στο Champions League το νούμερο πέφτει κατά πολύ. Όπως βλέπουμε και στο γράφημα, οι 29 σέντρες ανά αγώνα μπορεί να είναι το μεγαλύτερο νούμερο των τελευταίων χρόνων, αλλά δεν είναι μεγάλη η διαφορά απ’τις τρεις τελευταίες σεζόν του Φέργκιουσον σε Αγγλία και Champions League (φάση ομίλων).
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι οι δύο σέντρες περισσότερες ανά αγώνα. Είναι αυτό που λείπει στον άξονα. Καλές είναι οι σέντρες (ειδικά από σωστή θέση και με στόχευση), αλλά οι καλές ομάδες όλου του κόσμου ψάχνουν κάτι άλλο, πιο πολύτιμο: την κάθετη πάσα που περνά ανάμεσα απ’την άμυνα, αυτή που στην Ελλάδα λέμε μπαλιά-τρύπα και στην Αγγλία λένε through-ball.
Το να βγάλεις μια σέντρα δεν είναι δύσκολο και ακόμα και μια καλή σέντρα δεν εγγυάται καθαρή ευκαιρία ή γκολ. Η κάθετη πάσα που βγάζει παίκτη πίσω απ’την άμυνα σχεδόν εγγυάται καθαρή ευκαιρία, μεγαλύτερες πιθανότητες για γκολ. Αυτή είναι η δύσκολη πάσα και τα καλά νούμερα στις through-balls είναι αυτά που χαρακτηρίζουν μια καλή ομάδα, που μπορεί να περνάει σταθερά τέτοιες πάσες, να βρίσκει καθαρές ευκαιρίες, γκολ και νίκες.
Κι εδώ η φετινή Γιουνάιτεντ αποτυγχάνει οικτρά και στην Πρέμιερ και στα έξι ματς των ομίλων: μόλις μία κάθετη ανά αγώνα περνάει η ομάδα του Μόγες. Τα τελευταία δύο χρόνια με τον Φέργκιουσον η Γιουνάιτεντ περνούσε τρεις ανά αγώνα και το 2011 είχε έξι στα εγχώρια παιχνίδια και πέντε στα ευρωπαϊκά. Καθόλου τυχαία η σταδιακή κάθοδος, αφού η Γιουνάιτεντ του 2011 ήταν πολύ καλύτερη απ’όσες ακολούθησαν και είχε φτάσει στον τελικό του Champions League.
"Αδυνατισμένος" άξονας
Απ’τις έξι στις τρεις κάθετες κι απ’τις τρεις στη φετινή μία. Πρόβλημα, που δύσκολο μπορεί να αποδοθεί στο ρόστερ. Το ίδιο υλικό συν τον Φελαϊνί έχει ο Μόγες κι απ’τον Ιανουάριο έχει προστεθεί ο Μάτα, ειδικός ακριβώς σ’αυτού τους είδους τις πάσες. Παρόλα αυτά, όπως έγκαιρα είχε προβλέψει το Grantland απ’τον Οκτώβριο, φαινόταν πως η Γιουνάιτεντ παίζει συνειδητά λιγότερο απ’τον άξονα.
Στα γραφήματα με τις περιοχές που παίζει περισσότερο η Γιουνάιτεντ, το παιχνίδι απ’τα άκρα ήταν ίδιο σε σχέση με την περσινή χρονιά, αλλά ο άξονας ήταν εμφανώς “αδυνατισμένος” στο δεύτερο, φετινό γράφημα.
Το ίδιο και στο γράφημα των σημείων που παίρνει την μπάλα ο Ρούνεϊ: μπορεί ο Ρούνεϊ να έπαιζε και φέτος στον άξονα, όμως στο δεύτερο γράφημα φαινόταν πως παίζει πολύ λιγότερο κεντρικά και έπαιρνε περισσότερο την μπάλα βγαίνοντας στα άκρα. Κίνηση που δεν μπορεί να μην αποδοθεί σε οδηγία.
Πέντε μήνες μετά, δεν έχει αλλάξει η εικόνα των πρώτων οκτώ αγωνιστικών. Γιουνάιτεντ-Φούλαμ 2-2, 81 σέντρες, καμία κάθετη πάσα. Η Γιουνάιτεντ βασίζει στα άκρα το 76% της ανάπτυξής της, μεγαλύτερο ποσοστό σ’όλη την Πρέμιερ Λιγκ. Καμία ομάδα δεν έχει χαμηλότερο ποσοστό ανάπτυξης απ’τον άξονα απ’το 24% της Γιουνάιτεντ. Ακόμα και χειρότερες ομάδες, που παλεύουν για τη σωτηρία, δεν παίζουν κάθετα τόσο λίγο όσο οι πρωταθλητές.
Μόγες
Οι αριθμοί δεν λένε ψέμματα, ούτε και τα γραφήματα. Αποτυπώνουν μια αγωνιστική πραγματικότητα που οδηγεί στον Μόγες και μόνο σ’αυτόν. Πολλά φταίνε στη φετινή Γιουνάιτεντ: το ρόστερ που άφησε ο Φέργκιουσον δεν ήταν τόσο καλό όσο φαινόταν τα τελευταία δύο χρόνια, οι αντίπαλοι δεν φοβούνται την Γιουνάιτεντ χωρίς αυτόν, οι μεταγγραφές το καλοκαίρι ήταν απογοητευτικές. Όμως αυτά δεν αρκούν για πάρουν την ευθύνη για όλα όσα συμβαίνουν φέτος.
Η προβλέψιμη ανάπτυξη που οδηγεί σε εύκολα αντιμετωπίσιμες σέντρες και η αδυναμία κάθετης απειλής δεν οφείλονται σε κανέναν άλλον παρά τον Μόγες. Αυτό το “δεν μπορώ” έχει τη δική του υπογραφή. Ο Σκοτσέζος είναι αυτός που αδυνατεί να δώσει στη Γιουνάιτεντ τους τρόπους παιχνιδιού που απαιτεί το στάτους της.
Για έντεκα χρόνια αγωνιζόταν συντηρητικά με την Έβερτον. Σφιχτή ομάδα, σκληροτράχηλη, με προσαρμογή στον αντίπαλο και γενικότερη αγωνιστική συμπεριφορά που είχε στόχο να καλύπτει τις αδυναμίες του συνόλου και τα προσόντα 1-2 καλών παικτών. Τελείως άλλο έργο απ’αυτό που απαιτείται στη Γιουνάιτεντ.
Ερώτημα
Κι αυτό το έργο είναι σαφές πως δεν το ξέρει. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν το ξέρει όσο καλά γνωρίζει το δικό του προσωπικό στιλ. Και η αλήθεια είναι πως προκαλεί απορίες το πως επελέγη για την Γιουνάιτεντ χωρίς να έχει φτιάξει ποτέ μια ομάδα που να την είδαμε και να είπαμε “α, ωραία ομάδα αυτή, πολύ καλή μπάλα παίζουν, ο προπονητής τους αξίζει να πάει σε μεγαλύτερη σύλλογο”.
Το ενδιαφέρον των πολύ μεγάλων ομάδων το κεντρίζεις μόνο με τρεις τρόπους: είτε με τίτλους, είτε με μια μεγάλη υπέρβαση στην Ευρώπη, είτε με πολύ θεαματικό και ωραίο ποδόσφαιρο. Όπως συζητούσαμε έγκαιρα από τότε που επελέγη ο Μόγες, ο Σκοτσέζος δεν είχε κάνει τίποτα απ’όλα αυτά στην Έβερτον.
Ο Βίλας Μπόας πχ έκατσε σε δύο πάγκους στο Λονδίνο χάρις στους τίλους που πήρε και την μπάλα που έπαιξε με την Πόρτο. Αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων, αλλά καταλαβαίνεις το γιατί πήρε αυτές τις δύο δουλειές σε Τσέλσι και Τότεναμ: είχε δείξει πράγματα στην Πόρτο, οι δύο Λονδρέζικες τον πήραν γιατί ήθελαν να τα επαναλάβει. Η Γιουνάιτεντ, δηλαδή ο Φέργκιουσον, τι είδε στην Έβερτον του Μόγες που ήθελε να ξαναδεί στο Ολντ Τράφορντ;
Ευρώπη
Για να κλείσουμε κι αυτή τη ματιά στη Γιουνάιτεντ, η απουσία κάθετης απειλής είναι ένα εκ των πιο σοβαρών και εμφανών προβλημάτων της. Ήταν βάσιμες οι ελπίδες πως ο Μάτα μπορεί να φτιάξει τα πράγματα, αλλά η εικόνα του να περιφέρεται και να σεντράρει σ’όλο το ματς με τη Φούλαμ ήταν απογοητευτική. Ο Ισπανός δεν μπορεί να γιατρέψει τα πάντα στη Γιουνάιτεντ, αλλά στο κομμάτι της κάθετης δημιουργίας μπορεί να κάνει θαύματα με τον Ρούνεϊ: σ’αυτό το κομμάτι υλικά υπάρχουν και το μπαλάκι είναι στον Μόγες.
Όλα τα παραπάνω αφορούν τη “Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την ομάδα του Ντέιβιντ Μόγες”. Όπως είναι λογικό, πολλά εξ αυτών θα χρησιμοποιήσουμε όταν στο επόμενο κείμενο κάνουμε την κουβέντα για τη “Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αντίπαλο του Ολυμπιακού την Τρίτη το βράδυ”. Διαφορετική ματιά, γιατί αυτό το κείμενο αφορά περισσότερο τη Γιουνάιτεντ της Πρέμιερ Λιγκ. Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι διαφορετικά κι αυτά θα δούμε πριν τον αγώνα της Τρίτης, υπό ερυθρόλευκο πρίσμα.