Διαμαντίδης: Ο κολοσσός που απλά έπαιζε
Ο Τάσος Μαγουλάς γράφει για τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Υποκλίνεται στο ταλέντο του, τον χαρακτήρα του και το ήθος του. Και ξέρει ότι αν τον συγκρίνουμε με τον Γκάλη, θα μας κράξει.
Τώρα θα... εκδικηθούμε! Να ξεκινήσουμε με τα δυσάρεστα: δεν μπορεί ποτέ να συγκριθεί ο Διαμαντίδης με τον Γκάλη. Και δεν θα το κάνουμε διότι πρώτος ο 3D θα μας καταχέριαζε. Και θα το εννοούσε. Όπως ουδείς θα συγκριθεί ποτέ, όσα κι αν πετύχει, καθώς μόνο ένας στην ιστορία άλλαξε την ροή του αθλητισμού στην Ελλάδα. Έγινε η εικόνα αυτής της αλλαγής.
Πάμε στα ευχάριστα: είναι σημαντικό πως όσα έκανε ο αρχηγός του Παναθηναϊκού μας δίνουν την ευκαιρία έστω και να αναφέρουμε τα δύο ονόματα στην ίδια φράση.
Πάντως ο Καστοριανός γκαρντ υπήρξε σε κάτι μεγαλύτερος του Γκάλη: στο ταιριαστό αντίο. Στο σπίτι του, μπροστά στην οικογένειά του, με όλο τον φίλαθλο κόσμο να τον αναγνωρίζει, να τον χειροκροτά. Κυρίως; Δεν είχε σημασία αν νίκησε ή ηττήθηκε. Ουδείς στάθηκε στο αποτέλεσμα. Ναι, αποδεικνύεται-επιβεβαιώνεται πως στα δύσκολα μπορούμε να είμαστε εξαιρετικά ώριμοι. Το πρόβλημά μας, ως Έλληνες, ήταν και είναι τα απλά, τα εύκολα.
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΠΛΟΣ
Αυτό όμως ήταν και ο Διαμαντίδης. Αυτή ήταν η τεράστια διαφορά με τον Γκάλη. Έφερε την απλότητα σε όλα. Από το παιχνίδι, την δήλωση, στο ντύσιμο στην συμπεριφορά. Ουσιαστικά είναι ο πρώτος σταρ που έδειξε πως μπορείς να είσαι κορυφαίος, κολοσσός, χωρίς καν να σε νοιάζει. Χωρίς να το παίρνεις χαμπάρι, διότι ένα μεγάλο πλεονέκτημα του 36χρονου παίκτη, υπήρξε η ειλικρίνεια. Ήταν πάντα ο εαυτός του. Στα καλά και στα άσχημα. Αυτός που θα αγκάλιαζε αντίπαλο, θα τον προστάτευε, θα μιλούσε πάντα με καλά λόγια για όλους. Αυτός που θα τσακωνόταν, θα ξεκινούσε ή θα συνέχιζε καβγάδες και όχι μόνο.
Ήταν απλά όσα ένιωθε. Το ζούσε. Έμπαινε κι έπαιζε. Δεν είχε κάποια κρυφή ατζέντα. Από τον Ηρακλή, στον Παναθηναϊκό και την εθνική, το μόνο που τον απασχόλησε ποτέ ήταν να κάνει αυτό που του ζητούσαν και ήθελε. Θα ήταν βασικός; Πολύ ωραία. Θα ήταν αναπληρωματικός; Κανένα πρόβλημα.
ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΤΙ... ΘΕΛΕΤΕ
Θα του έδιναν τον πιο δύσκολο αντίπαλο να κυνηγήσει μέχρι τις τουαλέτες; Απλά πείτε του το ...νούμερο στη φανέλα. Θα του έλεγαν να πάρει όλες τις τελευταίες επιθέσεις; Δώστε την μπάλα και κάντε στην άκρη.
Τίποτε προγραμματισμένο, τίποτε υπολογισμένο. Μόνο το παιχνίδι του. Απέριττος σε όλα. Δεν έφτιαχνε προφίλ. Δεν είχε προφίλ. Έσπασαν τα μούτρα τους γνωστοί αγιογράφοι όταν πουλούσαν την πραμάτεια τους.
Ήταν ο Διαμαντίδης. Μάλλον ήταν ο Δημήτρης. Δεν ήθελε να αλλάζει σπίτια, δεν ήθελε ακριβά αυτοκίνητα. Δεν ήθελε μεγάλη ζωή. Απλά να μπαίνει και να παίζει.
Αυτό θα είναι και το πιο δύσκολο. Σε αντίθεση με τον Ζήση, για παράδειγμα, ο Διαμαντίδης δεν ασχολείται με το γύρω γύρω του μπάσκετ, με την έννοια πως αυτός ήθελε μόνο να παίζει. Αυτό του ανεβάζει την αδρεναλίνη. Δεν θα ασχοληθεί να διαβάσει τί γίνεται, τί υπάρχει πιο έξω από το ΟΑΚΑ. Γι αυτό και ξεκαθάρισε πως δεν θα γίνει ποτέ προπονητής ενώ πιθανώς με πολύ κόπο να τον πείσουν να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο γύρω από το άθλημα.
Το παιχνίδι το αγάπησε γιατί του έδωσε περισσότερα από όσα ζητούσε αλλά κυρίως γιατί έπαιξε.
Δεν μιλάει, δεν φωνάζει
Κάπως μονόχνοτος. Αλήθεια είναι και το έλεγε συχνά ο Γιασικεβίτσιους στους Λιθουανούς δημοσιογράφος, πόσο σοκαριστικό ήταν ο ηγέτης της ομάδας του: «δεν μιλάει. Δεν φωνάζει. Απλά πηγαίνει μπροστά». Τεράστιο παράσημο. Ο Αλβέρτης, ένας άλλος μεγάλος ηγέτης, όταν φώναζε, κλείναν τα αυτιά τους στην ...Γερμανία. Διαφορετική προσέγγιση.
Ίσως ο Διαμαντίδης να μην κατάλαβε ποτέ πόσο σημαντικός είναι για τις ομάδες του. Ίσως, το πιο πιθανό, να μην τον ένοιαζε. Γι αυτό και απλά υπέγραφε τα συμβόλαιά του. Ούτε σίριαλ, ούτε σκέψεις. Του άρεσε που ο Παναθηναϊκός ήταν σοβαρός, οργανωμένος, είχε πάντα καλούς παίκτες δίπλα του, η ομάδα σεβόταν την προσωπικότητά του. Δεν τον πίεζε να κάνει πολλά εκτός γηπέδου.
Το μεγαλύτερο προσόν του Διαμαντίδη σε σχέση με όλους τους μεγάλους σταρ της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ, είναι η αυτογνωσία. Ο Γιαννάκης έπαιζε μέχρι... λιποθυμίας. Με πόνο με κόπο, έπρεπε να είναι στο γήπεδο.
Για τον αρχηγό του Παναθηναϊκού, τα πράγματα ήταν απλά. Το 2010, είδε πως για να συνεχίσει για περισσότερα χρόνια, βλέποντας πως δεν πέφτει από τα 35 λεπτά στην ομάδα του, αποφάσισε να σταματήσει από την Εθνική. Ήξερε πως έπρεπε να αλλάξει το σώμα του, να μπει σε διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που γνώριζε ήδη. Δεν το ήθελε. Γι αυτό και είπε αντίο.
Το ΝΒΑ; Όσες φορές είδε το παιχνίδι εκεί, κατάλαβε πως δεν μπορεί να αγωνιστεί, τουλάχιστον όπως θα ήθελε. Μία πολύ υγιής σχέση: Οι ομάδες του ΝΒΑ δεν προχώρησαν ποτέ επίσημο ενδιαφέρον, ο ίδιος δεν ζήτησε από τους ανθρώπους του να το ψάξουν.
Τί έχουμε ως τώρα; Έναν άνθρωπο που γενικά θέλει την ησυχία του, έχει αυτογνωσία, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να παίζει, λατρεύει το μπάσκετ ως παιχνίδι, όχι τα παρελκόμενα.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΕ
Ο Γκάλης είναι ο μεγαλύτερος της ιστορίας. Ο Γιαννάκης έχει την μεγαλύτερη προσφορά στις εθνικές. Ο Φάνης ήταν ο πιο πλήρης παίκτης που ανέδειξε ποτέ το ελληνικό μπάσκετ. Η άμυνα αναγνωρίστηκε ως αξία από τον Φασούλα, η πληρότητα από τον Φάνη. Για τους νεότερους όμως, όλα αυτά τα στοιχεία αποτυπώθηκαν, διαφημίστηκαν από τον Διαμαντίδη. Πολύτιμο.
Και τώρα, στον επίλογο πού στέκεται; Δίπλα τους. Κοντά τους, ανάλογα με το πως το βλέπει κανείς. Έσπασε τον μύθο των σταρ κι έβαλε στην εξίσωση την απλότητα. Σε όλα. Μας έδειξε πως ο ηγέτης μπορεί να παραδειγματίζει με πράξεις, όχι λόγια, φανφάρες. Με την σεμνότητα και την απλότητα. Ο ηγέτης γίνεται να μην κοιτά αριθμούς, συμβόλαια, αλλά μόνο την ομάδα του. Την παρέα του. Το σπίτι του.
Περνά στο πάνθεον των μπασκετικών ηρώων για τα όσα πρόσφερε στον σύλλογό του, στην Εθνική και για την εικόνα ενός σεμνού ανθρώπου που πάντα έβαζε το σύνολο πάνω από τον εαυτό του. Κάποιες φορές, περισσότερο από όσο έπρεπε ή ήθελε ο Ομπράντοβιτς, αλλά οτιδήποτε άλλο, δεν θα ήταν Διαμαντίδης.
ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ
Ταπεινή άποψη, τα... διαμάντια του δεν ήταν αυτά που πέτυχε ...με μεγάλα καλάθια ή χρονιές όπως το ευρωπαϊκό το 2011. Το Βερολίνο του 2009, που έγινε πραγματικότητα επειδή αυτός έκανε πίσω, έδωσε το δικαίωμα στον Σπανούλη και τον Γιασικεβίτσιους να έχουν την μπαγκέτα. Αυτός κράτησε ενωμένη έστω και για λίγους μήνες την πιο ταλαντούχα ομάδα που είδε ποτέ η Ευρώπη. Ένα μείγμα που με άλλον ηγέτη θα είχε διαλυθεί τον πρώτο μήνα.
Το δεύτερο διαμάντι του, που καταδεικνύει τον χαρακτήρα του, ήταν το καλοκαίρι του 2012. Όταν πηδούσαν από τα...παράθυρα άπαντες μόλις ο Γιαννακόπουλος ανακοίνωνε πως δεν μπορεί να κρατήσει τους ίδιους παράλογους προϋπολογισμούς, αυτός έμεινε (με τον Τσαρτσαρή αναποφάσιστο για το μέλλον του) τιμώντας όλα όσα του έδωσε η ομάδα. Στην πιο δύσκολη στιγμή της, έδειξε όλη του την ποιότητα και την αφοσίωση. Ούτε χρήματα, ούτε συμπαίκτες, ούτε στόχοι: μόνο η ομάδα. Η ομάδα του.
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Ένας παίκτης τριών διαστάσεων στο γήπεδο, μίας διάστασης εκτός αυτού.
Γιατί; Γιατί αυτό ήθελε. Και είναι ο μεγαλύτερος θρίαμβος του: να έρθει, να μείνει και να φύγει όπως ήθελε. Το αν για όλους εμάς είναι από τα μεγαλύτερα μπασκετικά μεγέθη της ιστορίας δεν θα τον απασχολήσει ποτέ. Θα μπαίνει στο αυτοκίνητο, θα σταματά στο σούπερ μάρκετ να ψωνίζει, θα υπογράφει αυτόγραφα βιαστικά, θα λέει ευχαριστώ με τα μάτια χαμηλωμένα από ειλικρινή σεμνότητα και θα χάνεται.
Μόνο που προς μεγάλη απογοήτευσή του, ποτέ δεν θα χαθεί.